Η φράση "de fuera" αποτελεί μια προθετική φράση του ισπανικού γλώσσας.
/dɛ ˈfweɾa/
Η φράση "de fuera" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφερθεί σε κάτι που προέρχεται ή βρίσκεται έξω, μακριά από το τρέχον πλαίσιο ή χώρο. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που αναφέρονται σε εξωτερικούς παράγοντες ή αντικείμενα και είναι ευρέως διαδεδομένη και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο.
El sonido de fuera me distrae.
Ο ήχος από έξω με αποσπά την προσοχή.
Estamos esperando a alguien de fuera.
Περιμένουμε κάποιον από έξω.
Las ideas de fuera pueden ser muy útiles.
Οι ιδέες από έξω μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες.
Ενώ η φράση "de fuera" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να φανεί σε συνδυασμούς που αφορούν την εξωτερική προέλευση ή την προοπτική, όπως:
Pensar de fuera de la caja.
Να σκεφτείς έξω από το κουτί. (Σημαίνει να σκέφτεσαι δημιουργικά ή διαφορετικά.)
Ver la situación de fuera.
Να δεις την κατάσταση από έξω. (Σημαίνει να έχεις μια αντικειμενική αντίληψη για ένα θέμα.)
Traer ideas de fuera.
Να φέρνεις ιδέες από έξω. (Σημαίνει να εισάγεις νέες προτάσεις ή απόψεις από εξωτερικούς παράγοντες.)
Vivir de fuera.
Να ζεις από έξω. (Μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που ζει σε άλλη χώρα ή περιοχή.)
Η φράση "de fuera" προέρχεται από το ισπανικό "fuera," που σημαίνει "έξω," και η προθέτη "de," που μεταφράζεται ως "από." Η σύνθεση αυτή υποδηλώνει προέλευση ή κατεύθυνση προς τα έξω.
Συνώνυμα: - externo (εξωτερικός) - afuera (έξω)
Αντώνυμα: - dentro (μέσα) - interno (εσωτερικός)