Η φράση "de mano" είναι ένα προθετικό συγκρότημα, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως προσδιορισμός στο γραπτό και προφορικό λόγο.
/dɛ 'mano/
Η φράση "de mano" κυριολεκτικά σημαίνει "από το χέρι". Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει στενές σχέσεις ή συνεργασία μεταξύ ατόμων, ή για να περιγράψει κάτι που γίνεται χειροκίνητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή tanto στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Αυτοί δουλεύουν χέρι-χείρι στο έργο.
Es mejor recibirlo de mano que por correo.
Η φράση "de mano" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Ήρθε από το χέρι σε χέρι.
Dar de mano a alguien.
Να δώσεις χέρι σε κάποιον (να βοηθήσεις κάποιον).
Pedir de mano.
Να ζητάς το χέρι (να ζητάς κάποιον σε γάμο).
Ir de mano en mano.
Να πηγαίνεις από χέρι σε χέρι (να μεταβιβάζεις κάτι).
Quedar de mano.
Η φράση "de mano" προέρχεται από το συνδυασμό της λέξης "de" (από) και της λέξης "mano" (χέρι) από τα λατινικά "manus".