Η φράση "de oro" είναι μια προθετική φράση που λειτουργεί ως επίθετο στην Ισπανική γλώσσα.
/dɛ ˈoɾo/
Η φράση "de oro" μεταφράζεται ως "χρυσός" και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που είναι κατασκευασμένο από χρυσό ή που έχει την ποιότητα του χρυσού, είτε αυτό είναι σε ουσιαστική είτε σε μεταφορική χρήση. Χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμούς για περιγραφές αντικειμένων που έχουν αξία ή ομορφιά.
Η φράση αυτή είναι κοινή σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, με συχνή εμφάνιση σε άρθρα, διαφήμιση, και περιγραφές υλικών.
Η κοσμήμα είναι χρυσό.
El anillo de oro brilla bajo la luz.
Το χρυσό δαχτυλίδι λάμπει κάτω από το φως.
La medalla fue hecha de oro puro.
Η φράση "de oro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν αξία ή εξαιρετική ποιότητα.
Ella tiene un corazón de oro.
Amigo de oro
Tengo un amigo de oro que siempre me apoya.
Dedo de oro
El chef tiene un dedo de oro en la cocina.
Pareja de oro
Η λέξη "oro" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aurum", η οποία σημαίνει χρυσός.
Συνώνυμα: - dorado (χρυσό, μεταφορικά ή κυριολεκτικά)
Αντώνυμα: - de plata (ασημένιο, αναφέρεται σε ασημένια)
Αυτή η φράση έχει πλούσια χρήση στη γλώσσα και συνάδει με την πολιτισμική σημασία του χρυσού σε διάφορους τομείς, όπως η τέχνη, η οικονομία και οι σχέσεις.