Η φράση "de plano" λειτουργεί κυρίως ως επιρρηματική φράση.
/d̪e ˈplano/
Η φράση "de plano" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα με την έννοια του "ξεκάθαρα" ή "άμεσα". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι με σαφήνεια ή χωρίς αμφιβολία. Είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γραπτά κείμενα.
No me gusta de plano esa propuesta.
(Δεν μου αρέσει ξεκάθαρα αυτή η πρόταση.)
El juez lo dijo de plano: no hay pruebas suficientes.
(Ο δικαστής το είπε κατηγορηματικά: δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.)
Η φράση "de plano" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, συνήθως για να δηλώσει μια σαφή ή κατηγορηματική θέση.
Dicen que la ley es de plano innegociable.
(Λένε ότι ο νόμος είναι ξεκάθαρα μη διαπραγματεύσιμος.)
Lo rechazó de plano frente a todos.
(Το απέρριψε κατηγορηματικά μπροστά σε όλους.)
No puedo aceptar de plano esos términos.
(Δεν μπορώ να αποδεχτώ ξεκάθαρα αυτούς τους όρους.)
Ella se expresó de plano sobre sus intenciones.
(Εκφράστηκε ξεκάθαρα σχετικά με τις προθέσεις της.)
Me dijo de plano que no quería ayudar.
(Μου είπε κατηγορηματικά ότι δεν ήθελε να βοηθήσει.)
Por favor, háblame de plano sobre tus preocupaciones.
(Σε παρακαλώ, μίλησέ μου ξεκάθαρα για τις ανησυχίες σου.)
Η φράση "de plano" προέρχεται από την ισπανική λέξη "plano", που σημαίνει "είτε επίπεδο είτε σαφές ή φωτεινό". Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει καθαρότητα ή απλότητα.
Συνώνυμα: - A las claras - Francamente
Αντώνυμα: - Indirectamente - Ambiguamente
Αυτή η ανάλυση της φράσης "de plano" αναδεικνύει τη σημασία της στη γλώσσα και την καθημερινή επικοινωνία.