Η φράση "de referencia" είναι ένα επίθετο, αλλά σε ορισμένα συμφραζόμενα μπορεί να χρησιμοποιείται ως ρηματική φράση.
Φωνητική μεταγραφή: [de re.feɾenθja]
Η φράση "de referencia" σημαίνει "αναφορά" ή "που χρησιμοποιείται ως παραπομπή", και χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ακαδημαϊκά κείμενα για να επισημάνει πηγές ή στοιχεία που χρησιμεύουν ως παραδείγματα ή οδηγίες. Η χρήση της είναι συχνή και στα γραπτά και στην ομιλία, αν και εμφανίζεται περισσότερο σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Το έγγραφο χρησιμεύει ως αναφορά για να κατανοήσουμε την υπόθεση.
Necesitamos un libro de referencia sobre leyes internacionales.
Χρειαζόμαστε ένα βιβλίο αναφοράς για διεθνείς νόμους.
La guía de usuario es un excelente material de referencia.
Η φράση "de referencia" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Ένα κείμενο αναφοράς είναι θεμελιώδους σημασίας για τη μελέτη.
Asegúrate de tener fuentes de referencia confiables.
Βεβαιώσου ότι έχεις αξιόπιστες πηγές αναφοράς.
El informe debe ser un documento de referencia para futuros proyectos.
Η αναφορά πρέπει να είναι ένα έγγραφο αναφοράς για μελλοντικά έργα.
Siempre se necesita un punto de referencia al investigar.
Πάντα χρειάζεται ένα σημείο αναφοράς κατά την έρευνα.
Ella es una autora de referencia en su campo.
Ο όρος "referencia" προέρχεται από το λατινικό "referentia", που σημαίνει "αναφορά" και προέρχεται από το ρήμα "referre", το οποίο σημαίνει "να αναφέρεται".