Η λέξη "debate" είναι ουσιαστικό.
/deˈbate/
Η λέξη "debate" αναφέρεται σε μια οργανωμένη συζήτηση ή αντιπαράθεση γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα, όπου οι συμμετέχοντες εκφράζουν τις απόψεις και τις θέσεις τους. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, εκπαιδευτικά ή κοινωνικά πλαίσια όπου η ανταλλαγή επιχειρημάτων και απόψεων είναι σημαντική. Είναι μια κοινή λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
El debate sobre el cambio climático es muy importante.
Η αντιπαράθεση σχετικά με την κλιματική αλλαγή είναι πολύ σημαντική.
Participé en un debate universitario el fin de semana pasado.
Συμμετείχα σε μια πανεπιστημιακή συζήτηση το περασμένο σαββατοκύριακο.
Η λέξη "debate" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Entrar en un debate acalorado puede ser beneficioso para aclarar ideas.
Η είσοδος σε μια έντονη αντιπαράθεση μπορεί να είναι ωφέλιμη για την αποσαφήνιση ιδεών.
El debate judicial sobre la ley fue muy polémico.
Η δικαστική αντιπαράθεση σχετικά με τον νόμο ήταν πολύ αμφιλεγόμενη.
Después del debate, todos los presentes se sintieron más informados.
Μετά την αντιπαράθεση, όλοι οι παρόντες ένιωσαν πιο ενημερωμένοι.
El debate político se intensifica en épocas de elecciones.
Η πολιτική αντιπαράθεση εντείνεται σε περιόδους εκλογών.
Η λέξη "debate" προέρχεται από το λατινικό "debata", που σημαίνει "να χτυπήσω", "να επιχειρηματολογήσω" ή "να αναφέρω".
Συνώνυμα: - discusión (συζήτηση) - polémica (πολιτική αντιπαράθεση) - disputa (διαμάχη)
Αντώνυμα: - acuerdo (συμφωνία) - consenso (συναίνεση) - armonía (αρμονία)