Το "debatir" είναι ρήμα.
/dɛβaˈtiɾ/
Η λέξη "debatir" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να δηλώσει τη διαδικασία της αλληλοκατανόησης και του διαλόγου για την ανάλυση και τη διαβούλευση σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα ή ζήτημα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά και νομικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Necesitamos debatir los pros y los contras de la nueva ley.
(Πρέπει να συζητήσουμε τα υπέρ και τα κατά του νέου νόμου.)
El comité se reunirá para debatir las propuestas de cambio.
(Η επιτροπή θα συγκεντρωθεί για να αναλύσει τις προτάσεις αλλαγής.)
Es importante debatir las diferentes opiniones antes de tomar una decisión.
(Είναι σημαντικό να συζητήσουμε τις διαφορετικές απόψεις πριν πάρουμε μια απόφαση.)
Η λέξη "debatir" δεν εμφανίζεται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που εκφράζουν τη διαδικασία του διαλόγου ή της συζήτησης.
Es fundamental debatir abiertamente para llegar a un consenso.
(Είναι θεμελιώδες να συζητάμε ανοιχτά για να φτάσουμε σε μια συναίνεση.)
Al debatir sobre el tema, surgieron muchas ideas interesantes.
(Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το θέμα, προέκυψαν πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες.)
Debatir en un foro público puede ser muy enriquecedor.
(Η συζήτηση σε δημόσιο φόρουμ μπορεί να είναι πολύ εμπλουτιστική.)
A veces, hay que debatir con paciencia y respeto.
(Ορισμένες φορές, πρέπει να συζητάμε με υπομονή και σεβασμό.)
Η λέξη "debatir" προέρχεται από το γαλλικό "débatir", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "debattere", που σημαίνει "να χτυπήσω ή να ρίξω πίσω".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "debatir" στη γλώσσα των Ισπανικών.