Το "debe" είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή στην διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA): /ˈðeβe/
Στα ισπανικά, το "debe" προέρχεται από το ρήμα "deber", το οποίο σημαίνει "πρέπει" ή "οφείλει". Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει υποχρέωση ή χρέος, είτε οικονομικό είτε ηθικό. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά παρατηρείται ιδιαίτερα σε νομικές και λογιστικές περιπτώσεις.
Αυτός πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό πριν από το τέλος του μήνα.
Todos debemos cumplir con la ley.
Το "debe" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Αυτό το αυτοκίνητο πρέπει να είναι πολύ γρήγορο.
Deber y haber.
Αυτή πάντα λέει ότι το χρέος και η υποχρέωση είναι σημαντικά στη ζωή.
En caso de que se deba.
Η λέξη "debe" προέρχεται από το λατινικό "debere", το οποίο σημαίνει "χρωστάω" ή "πρέπει". Η ετυμολογία αυτή συνδέει τη λέξη με έννοιες υποχρέωσης και χρέους.
Συνώνυμα: - "deber" (πρέπει) - "obligación" (υποχρέωση)
Αντώνυμα: - "libertad" (ελευθερία) - "opción" (επιλογή)