Το "deber" είναι ρήμα.
/dɛˈβeɾ/
Η λέξη "deber" στα Ισπανικά σημαίνει "να πρέπει" και χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε υποχρεώσεις ή καθήκοντα που έχει κάποιος. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, σε διάφορες περιστάσεις, όπως η εκπαίδευση, οι επιχειρήσεις και το δίκαιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει υποχρέωση ή καθήκον.
Η λέξη "deber" είναι αρκετά συχνή και μπορείτε να την βρείτε σε πολλές περιπτώσεις όπου κάποιος μιλάει για υποχρεώσεις, καθήκοντα, ή ακόμα και ηθικά ζητήματα.
Es mi deber ayudar a los demás.
(Είναι καθήκον μου να βοηθάω τους άλλους.)
Tienes el deber de estudiar para el examen.
(Έχεις την υποχρέωση να μελετήσεις για την εξέταση.)
El deber de un ciudadano es votar.
(Το καθήκον ενός πολίτη είναι να ψηφίζει.)
Η λέξη "deber" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι:
Deber y haber.
(Υποχρέωση και δάνειο.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα κάποιου.
No tener deber.
(Να μην έχεις υποχρέωση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση που κάποιος δεν έχει κανένα καθήκον να εκπληρώσει.
Hacer deberes.
(Να κάνεις καθήκοντα.)
Συνήθως αναφέρεται στη σχολική εργασία ή τις εργασίες που ανατίθενται στους μαθητές.
Deber a la fuerza.
(Να οφείλεις με τη βία.)
Σημαίνει να υποχρεώνεσαι να κάνεις κάτι υπό πίεση.
Deber moral.
(Ηθικό καθήκον.)
Αναφέρεται σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από ηθικές ή κοινωνικές νομές.
Deber de conciencia.
(Καθήκον συνείδησης.)
Θα πρέπει να κάνεις κάτι που θεωρείς σωστό από τη σκοπιά της ηθικής.
Η λέξη "deber" προέρχεται από το λατινικό "debere", που σημαίνει "να χρωστάει" ή "να είναι υποχρεωμένο".