Η λέξη "debido" είναι επίθετο που χρησιμοποιείται συχνά ως επίρρημα.
[deˈβiðo]
Η λέξη "debido" σημαίνει "λόγω" ή "εξαιτίας" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι συμβαίνει ως αποτέλεσμα άλλου γεγονότος ή αιτίας. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάτι που είναι κατάλληλο ή αναγκαίο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξεως "debido" είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο συναντάται πιο συχνά σε γραπτές επικοινωνίες, όπως σε νομικά κείμενα ή άρθρα.
El evento se canceló debido a la lluvia.
(Η εκδήλωση ακυρώθηκε λόγω της βροχής.)
Debido a su esfuerzo, consiguió el trabajo que quería.
(Εξαιτίας της προσπάθειάς του, απέκτησε τη δουλειά που ήθελε.)
La subida de precios fue debido a la inflación.
(Η αύξηση των τιμών ήταν λόγω του πληθωρισμού.)
Η λέξη "debido" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Debido a la situación, necesitamos tomar decisiones rápidas.
(Λόγω της κατάστασης, πρέπει να πάρουμε γρήγορες αποφάσεις.)
El retraso fue debido a un problema técnico.
(Η καθυστέρηση οφειλόταν σε ένα τεχνικό πρόβλημα.)
Debido a su experiencia, fue elegido para liderar el proyecto.
(Εξαιτίας της εμπειρίας του, επιλέχθηκε να ηγηθεί του έργου.)
No llegaron a tiempo debido al tráfico.
(Δεν έφτασαν εγκαίρως λόγω της κίνησης.)
La donación se realizó debido a la generosidad de los colaboradores.
(Η δωρεά πραγματοποιήθηκε λόγω της γενναιοδωρίας των συνεργατών.)
Η λέξη "debido" προέρχεται από το λατινικό "debitus", το οποίο είναι το παθητικό participle του ρήματος "debere", που σημαίνει "να οφείλει".
Συνώνυμα: - A causa de - Por motivo de
Αντώνυμα: - Indiferente (αδιάφορος) - Sin motivo (χωρίς λόγο)