debido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

debido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "debido" είναι επίθετο που χρησιμοποιείται συχνά ως επίρρημα.

Φωνητική μεταγραφή

[deˈβiðo]

Επιλογές μετάφρασης για το Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "debido" σημαίνει "λόγω" ή "εξαιτίας" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι συμβαίνει ως αποτέλεσμα άλλου γεγονότος ή αιτίας. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάτι που είναι κατάλληλο ή αναγκαίο.

Η συχνότητα χρήσης της λέξεως "debido" είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο συναντάται πιο συχνά σε γραπτές επικοινωνίες, όπως σε νομικά κείμενα ή άρθρα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El evento se canceló debido a la lluvia.
    (Η εκδήλωση ακυρώθηκε λόγω της βροχής.)

  2. Debido a su esfuerzo, consiguió el trabajo que quería.
    (Εξαιτίας της προσπάθειάς του, απέκτησε τη δουλειά που ήθελε.)

  3. La subida de precios fue debido a la inflación.
    (Η αύξηση των τιμών ήταν λόγω του πληθωρισμού.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "debido" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Debido a la situación, necesitamos tomar decisiones rápidas.
    (Λόγω της κατάστασης, πρέπει να πάρουμε γρήγορες αποφάσεις.)

  2. El retraso fue debido a un problema técnico.
    (Η καθυστέρηση οφειλόταν σε ένα τεχνικό πρόβλημα.)

  3. Debido a su experiencia, fue elegido para liderar el proyecto.
    (Εξαιτίας της εμπειρίας του, επιλέχθηκε να ηγηθεί του έργου.)

  4. No llegaron a tiempo debido al tráfico.
    (Δεν έφτασαν εγκαίρως λόγω της κίνησης.)

  5. La donación se realizó debido a la generosidad de los colaboradores.
    (Η δωρεά πραγματοποιήθηκε λόγω της γενναιοδωρίας των συνεργατών.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "debido" προέρχεται από το λατινικό "debitus", το οποίο είναι το παθητικό participle του ρήματος "debere", που σημαίνει "να οφείλει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - A causa de - Por motivo de

Αντώνυμα: - Indiferente (αδιάφορος) - Sin motivo (χωρίς λόγο)



22-07-2024