debilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

debilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "debilidad" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική Μεταγραφή

Η διεθνής φωνητική μεταγραφή της λέξης "debilidad" είναι [deβiliˈðað].

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία & Χρήση

Η λέξη "debilidad" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή ένα αντικείμενο είναι αδύναμο ή ευάλωτο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων της ιατρικής και της ψυχολογίας, για να περιγράψει τη φυσική ή ψυχική αδυναμία.

Στη γλώσσα Ισπανικά, η "debilidad" έχει μέτρια προς υψηλή συχνότητα χρήσης. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματα

  1. La debilidad muscular puede ser un signo de enfermedades crónicas.
  2. Η μυϊκή αδυναμία μπορεί να είναι σύμπτωμα χρόνιων ασθενειών.

  3. Después de la enfermedad, sentía una gran debilidad.

  4. Μετά την ασθένεια, ένιωθα μια μεγάλη αδυναμία.

  5. La debilidad emocional puede afectar la vida diaria de una persona.

  6. Η συναισθηματική αδυναμία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή ενός ατόμου.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "debilidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. No mostrar debilidad
  2. Δεν δείχνω αδυναμία
  3. En un combate, es importante no mostrar debilidad.

    • Σε μια μάχη, είναι σημαντικό να μην δείχνεις αδυναμία.
  4. Debilidad por

  5. Αδυναμία για
  6. Tengo debilidad por el chocolate.

    • Έχω αδυναμία στη σοκολάτα.
  7. Exponer debilidad

  8. Εκθέτω αδυναμία
  9. Es peligroso exponer debilidad en tu trabajo.

    • Είναι επικίνδυνο να εκθέσεις αδυναμία στη δουλειά σου.
  10. Debilidades humanas

  11. Ανθρώπινες αδυναμίες
  12. Todos tenemos debilidades humanas que debemos reconocer.

    • Όλοι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες που πρέπει να αναγνωρίσουμε.
  13. Aprovecharse de la debilidad

  14. Εκμετάλλομαι την αδυναμία
  15. Algunos pueden aprovecharse de la debilidad de otros.
    • Ορισμένοι μπορούν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία άλλων.

Ετυμολογία

Η λέξη "debilidad" προέρχεται από το λατινικό "debilitas", το οποίο σημαίνει "αδυναμία". Στο Ισπανικά, η ρίζα "débil" σημαίνει "αδύναμος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024