Η λέξη "debilidad" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή της λέξης "debilidad" είναι [deβiliˈðað].
Η λέξη "debilidad" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή ένα αντικείμενο είναι αδύναμο ή ευάλωτο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων της ιατρικής και της ψυχολογίας, για να περιγράψει τη φυσική ή ψυχική αδυναμία.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η "debilidad" έχει μέτρια προς υψηλή συχνότητα χρήσης. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.
Η μυϊκή αδυναμία μπορεί να είναι σύμπτωμα χρόνιων ασθενειών.
Después de la enfermedad, sentía una gran debilidad.
Μετά την ασθένεια, ένιωθα μια μεγάλη αδυναμία.
La debilidad emocional puede afectar la vida diaria de una persona.
Η λέξη "debilidad" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
En un combate, es importante no mostrar debilidad.
Debilidad por
Tengo debilidad por el chocolate.
Exponer debilidad
Es peligroso exponer debilidad en tu trabajo.
Debilidades humanas
Todos tenemos debilidades humanas que debemos reconocer.
Aprovecharse de la debilidad
Η λέξη "debilidad" προέρχεται από το λατινικό "debilitas", το οποίο σημαίνει "αδυναμία". Στο Ισπανικά, η ρίζα "débil" σημαίνει "αδύναμος".