decaer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

decaer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

«Decaer» είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/dɪ̟kaˈeɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη «decaer» αναφέρεται στη διαδικασία μείωσης, πτώσης, ή αποδυνάμωσης, τόσο σε φυσικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που αναφέρονται στην πτώση της ποιότητας, της υγείας, ή του ηθικού, και μπορεί να εφαρμοστεί και σε νομικά ή ναυτικά συμφραζόμενα, όπως η πτώση της αξίας ή της δύναμης ενός δικαιώματος ή πλοίου. Η λέξη χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με μια μέτρια συχνότητα χρήσης, αλλά είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El estado de la nación está en riesgo de caer en una crisis económica.
    (Η κατάσταση της χώρας κινδυνεύει να καταρρεύσει σε μια οικονομική κρίση.)

  2. La salud del anciano ha comenzado a decaer en los últimos meses.
    (Η υγεία του ηλικιωμένου έχει αρχίσει να αποδυναμώνεται τους τελευταίους μήνες.)

  3. Es importante no dejar que su moral decaiga durante los momentos difíciles.
    (Είναι σημαντικό να μην αφήσετε το ηθικό σας να μειωθεί κατά τη διάρκεια δύσκολων στιγμών.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη «decaer» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Decaer en desgracia.
    (Καταρρέω σε δυσμένεια.)
  2. «Después de los escándalos, muchos personajes públicos decayeron en desgracia.»
    (Μετά τα σκάνδαλα, πολλά δημόσια πρόσωπα κατέρρευσαν σε δυσμένεια.)

  3. Decaer lentamente.
    (Μειώνομαι αργά.)

  4. «El edificio ha comenzado a decaer lentamente debido a la falta de mantenimiento.»
    (Το κτίριο έχει αρχίσει να μειώνεται αργά λόγω έλλειψης συντήρησης.)

  5. Decaer en la calidad.
    (Καταρρέω στην ποιότητα.)

  6. «Si no se mejora el proceso de producción, los productos pueden decaer en la calidad.»
    (Αν δεν βελτιωθεί η διαδικασία παραγωγής, τα προϊόντα μπορεί να καταρρεύσουν στην ποιότητα.)

  7. No dejarse decaer.
    (Να μην αφήσεις τον εαυτό σου να μειωθεί.)

  8. «Es fundamental no dejarse decaer por las adversidades.»
    (Είναι θεμελιώδες να μην αφήσετε τον εαυτό σας να μειωθεί από τις αντιξοότητες.)

  9. Decaer por la presión.
    (Καταρρέω λόγω πίεσης.)

  10. «Algunos estudiantes pueden decaer por la presión de los exámenes.»
    (Ορισμένοι μαθητές μπορεί να καταρρεύσουν λόγω πίεσης από τις εξετάσεις.)

Ετυμολογία

Η λέξη «decaer» προέρχεται από το λατινικό «decadere», που σημαίνει «να πέφτω κάτω», από τη σύνθεση του «de-» (κάτω) και «cadere» (να πέσω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - caer - decrecer - deteriorar

Αντώνυμα: - crecer - mejorar - prosperar



23-07-2024