Το "decaimiento" είναι ουσιαστικό.
/dɪ.kaɪ̯ˈme̞.ɪn̪to/
Η λέξη "decaimiento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της μείωσης ή της εξασθένησης σε διάφορους τομείς όπως η φυσική κατάσταση, η ψυχική ή σωματική υγεία, η ποιότητα ή η αξία ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε εξασθένηση του οργανισμού ή κάποιων λειτουργιών του. Η χρήση της είναι συχνή και ενδέχεται να παρατηρηθεί περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Η εξασθένηση του φυτού ήταν προφανής μετά τη ξηρασία.
Se observó un decaimiento en la salud del paciente tras el tratamiento.
Η λέξη "decaimiento" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συνήθως σχετίζονται με την έννοια της πτώσης ή της απώλειας ενέργειας.
Η εξασθένηση της διάθεσης είναι κάτι συνηθισμένο κατά την διάρκεια του χειμώνα.
En el deporte, el decaimiento de la resistencia puede ser un signo de fatiga.
Στον αθλητισμό, η εξασθένηση της αντοχής μπορεί να είναι ένα σημάδι κόπωσης.
El decaimiento de la economía local ha llevado a muchas familias a buscar trabajo en otras ciudades.
Η εξασθένηση της τοπικής οικονομίας έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες να αναζητούν εργασία σε άλλες πόλεις.
El terapeuta habló sobre el decaimiento emocional que sufren algunas personas tras una pérdida.
Η λέξη "decaimiento" προέρχεται από το ρήμα "decaer", που σημαίνει "να πέφτω" ή "να εξασθενώ", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "decadere".
Συνώνυμα: - disminución - debilitamiento - deterioro
Αντώνυμα: - aumento - fortalecimiento - mejora