decaimiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

decaimiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "decaimiento" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/dɪ.kaɪ̯ˈme̞.ɪn̪to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "decaimiento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της μείωσης ή της εξασθένησης σε διάφορους τομείς όπως η φυσική κατάσταση, η ψυχική ή σωματική υγεία, η ποιότητα ή η αξία ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε εξασθένηση του οργανισμού ή κάποιων λειτουργιών του. Η χρήση της είναι συχνή και ενδέχεται να παρατηρηθεί περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El decaimiento de la planta fue evidente después de la sequía.
  2. Η εξασθένηση του φυτού ήταν προφανής μετά τη ξηρασία.

  3. Se observó un decaimiento en la salud del paciente tras el tratamiento.

  4. Παρατηρήθηκε μια εξασθένηση στην υγεία του ασθενούς μετά τη θεραπεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "decaimiento" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συνήθως σχετίζονται με την έννοια της πτώσης ή της απώλειας ενέργειας.

  1. El decaimiento del ánimo es algo común durante el invierno.
  2. Η εξασθένηση της διάθεσης είναι κάτι συνηθισμένο κατά την διάρκεια του χειμώνα.

  3. En el deporte, el decaimiento de la resistencia puede ser un signo de fatiga.

  4. Στον αθλητισμό, η εξασθένηση της αντοχής μπορεί να είναι ένα σημάδι κόπωσης.

  5. El decaimiento de la economía local ha llevado a muchas familias a buscar trabajo en otras ciudades.

  6. Η εξασθένηση της τοπικής οικονομίας έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες να αναζητούν εργασία σε άλλες πόλεις.

  7. El terapeuta habló sobre el decaimiento emocional que sufren algunas personas tras una pérdida.

  8. Ο θεραπευτής μίλησε για την εξασθένηση των συναισθημάτων που πάσχουν ορισμένα άτομα μετά από μια απώλεια.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "decaimiento" προέρχεται από το ρήμα "decaer", που σημαίνει "να πέφτω" ή "να εξασθενώ", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "decadere".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - disminución - debilitamiento - deterioro

Αντώνυμα: - aumento - fortalecimiento - mejora



23-07-2024