Το "decano" είναι ουσιαστικό.
[dɛˈka.no]
Η λέξη "decano" αναφέρεται συνήθως σε ένα άτομο που είναι επικεφαλής ή έχει την προεδρία σε κάποιον θεσμό, όπως σε πανεπιστήμια ή νομικές σχολές, και συχνά χρησιμοποιείται σε ακαδημαϊκά και νομικά πλαίσια. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή στο γραπτό λόγο, ειδικότερα σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά κείμενα.
Ο κοσμήτορας της σχολής ανακοίνωσε νέες κανονισμούς.
El decano es responsable de todas las actividades académicas.
Η λέξη "decano" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με την ακαδημαϊκή ή νομική ζωή. Ορισμένες παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"Ο κοσμήτορας είναι ένας στήριγμα στο πανεπιστήμιο."
"Todos buscan el apoyo del decano en tiempos difíciles."
"Όλοι ζητούν τη στήριξη του κοσμήτορα σε δύσκολες εποχές."
"El decano tiene la última palabra en las decisiones académicas."
"Ο κοσμήτορας έχει τον τελευταίο λόγο στις ακαδημαϊκές αποφάσεις."
"Es común que el decano participe en ceremonias de graduación."
"Είναι κοινό να συμμετέχει ο κοσμήτορας σε τελετές αποφοίτησης."
"La opinión del decano es altamente valorada en la comunidad académica."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "decanus", που σημαίνει "leader" ή "chief".
líder
Αντώνυμα: