Το "decantar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "decantar" είναι /de.kanˈtaɾ/.
Η μετάφραση του "decantar" στα Ελληνικά είναι: - εκχυλίζω - αποστάζω - διαχωρίζω
Το "decantar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της εκχύλισης ή του διαχωρισμού υγρών, συχνά σε ιατρικό και χημικό πλαίσιο. Μπορεί να αναφέρεται επίσης στη διαδικασία της απομάκρυνσης ακαθαρσιών από ένα υγρό ή τη μεταφορά ενός υγρού από ένα δοχείο σε άλλο, αφήνοντας πίσω τα στερεά. Είναι μια σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά και μερικές φορές στον προφορικό λόγο.
El laboratorio decidió decantar el líquido para separar las impurezas.
(Το εργαστήριο αποφάσισε να εκχυλίσει το υγρό για να διαχωρίσει τις ακαθαρσίες.)
Es importante decantar el vino para mejorar su sabor.
(Είναι σημαντικό να αποστάξετε το κρασί για να βελτιώσετε τη γεύση του.)
Η λέξη "decantar" χρησιμοποιείται σπάνια σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ένα πιο κυριολεκτικό ή θεματικό κομμάτι:
Decantar un vino es un arte que mejora la degustación.
(Η εκχύλιση ενός κρασιού είναι μια τέχνη που βελτιώνει την γεύση του.)
A veces hay que decantar los problemas para encontrar soluciones.
(Κάποιες φορές πρέπει να αποσταξούμε τα προβλήματα για να βρούμε λύσεις.)
El proceso de decantar en la química es fundamental para la pureza de los compuestos.
(Η διαδικασία της εκχύλισης στη χημεία είναι θεμελιώδης για την καθαρότητα των ενώσεων.)
Η λέξη "decantar" προέρχεται από το λατινικό "decantare", το οποίο σημαίνει "να χύσω" ή "να εκχυλίσω".
Συνώνυμα: - separar - filtrar - distinguir
Αντώνυμα: - mezclar - unir - combinar