Το "decapitar" είναι ρήμα (verbo) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "decapitar" είναι [deka.piˈtaɾ] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "decapitar" σημαίνει την πράξη του αποκεφαλισμού, δηλαδή την αφαίρεση του κεφαλιού ενός ατόμου ή ενός ζώου. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιστορικά συμφραζόμενα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που σχετίζονται με ποινές θανάτου.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με νομικά έγγραφα ή ιστορικές περιγραφές, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις σχετικά με την ιστορία ή την ποινική δικαιοσύνη.
Ο βασιλιάς αποφάσισε να αποκεφαλίσει τον προδότη.
En la historia, muchos criminales fueron decapitados.
Στην ιστορία, πολλοί εγκληματίες αποκεφαλίστηκαν.
La decapitación era un castigo común en la Edad Media.
Η λέξη "decapitar" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα κοινές:
Να "αποκεφαλίσεις" την συζήτηση: Αυτό σημαίνει να κόψεις γρήγορα μια συζήτηση.
Decapitar los problemas: Se refiere a resolver problemas de manera decisiva.
Να "αποκεφαλίσεις" τα προβλήματα: Σημαίνει να επιλύσεις τα προβλήματα με αποφασιστικότητα.
Decapitar la esperanza: Esto implica eliminar todas las ilusiones o expectativas.
Η λέξη "decapitar" προέρχεται από το λατινικό "decapitare", που είναι σύνθεση του "de-" (χωρίς) και "caput" (κεφαλή). Έτσι, η ρίζα της λέξης αποτυπώνει την έννοια της αφαίρεσης της κεφαλής.
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν εκτενώς τη λέξη "decapitar" στην ισπανική γλώσσα.