Η λέξη "decencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "decencia" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /deˈsen.sja/
Η λέξη "decencia" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ποιότητα σχετική με την ευπρέπεια, την ηθική και την αξιοπρέπεια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται συχνά σε πιο επίσημες και νομικές περιστάσεις. Η συχνότητά της μπορεί να θεωρηθεί μέτρια, καθώς συνδέεται με τη συζήτηση περί ηθικών αξιών και κοινωνικών κανόνων.
Η ευπρέπεια είναι μια σημαντική αξία στην κοινωνία μας.
Es necesario mantener la decencia en las discusiones.
Η λέξη "decencia" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με ήθη και αξίες:
Αυτή η φράση αναφέρεται στην πράξη της εκτέλεσης των καθηκόντων μας με σεβασμό και ηθική.
Perder la decencia
Αυτή η έκφραση σημαίνει να παραβείς ηθικούς κανόνες ή αξίες.
Decencia ante todo
Αυτή η φράση υποδηλώνει ότι η ηθική και η αξιοπρέπεια είναι οι υψηλότερες προτεραιότητες.
Mantener la decencia en la política
Η λέξη "decencia" προέρχεται από το λατινικό "decentia", που σχετίζεται με το "decens" που σημαίνει "κατάλληλος" ή "ευπρεπής".
moralidad (ηθική)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "decencia" σύμφωνα με τα αιτήματα που παρέχθηκαν.