Η λέξη "decente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "decente" στην διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA) είναι /deˈθente/ (στην Ισπανία) ή /deˈsente/ (στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "decente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι αξιοπρεπής, ενάρετος ή ηθικά σωστός. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τους κανόνες της ηθικής, της κοινωνικής αποδοχής ή των νομικών πλαισίων. Η χρήση της είναι σχετική και στις δύο μορφές λόγου, αλλά είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
Es una persona decente que siempre ayuda a los demás.
Είναι ένα ενάρετο άτομο που πάντα βοηθά τους άλλους.
El código de ética de la empresa exige que todos los empleados sean decentes en su trabajo.
Ο κώδικας δεοντολογίας της εταιρείας απαιτεί όλοι οι υπάλληλοι να είναι αξιοπρεπείς στην εργασία τους.
Es importante mantener un comportamiento decente durante la reunión.
Είναι σημαντικό να διατηρούμε μια κόσμια συμπεριφορά κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Η λέξη "decente" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
No hagas nada indecente.
Μη κάνεις τίποτα ανήθικο.
Si no es decente, no lo acepto.
Αν δεν είναι αξιοπρεπές, δεν το δέχομαι.
Esas actitudes no son decentes para una persona de su posición.
Αυτές οι στάσεις δεν είναι κόσμιες για ένα άτομο της θέσης του.
Hay que vivir de manera decente.
Πρέπει να ζεις με έναν αξιοπρεπή τρόπο.
Un debate debe ser un intercambio de ideas decente.
Ένα débat πρέπει να είναι μια αξιοπρεπής ανταλλαγή ιδεών.
Η λέξη "decente" προέρχεται από το λατινικό "decens" που σημαίνει "καλή εμφάνιση" ή "αξιοπρεπής". Η ρίζα είναι συνδεδεμένη με τη λέξη "decere" που σημαίνει "να είναι κατάλληλο ή σωστό".
Συνώνυμα: - respectable (σεβαστός) - honesto (τίμιος) - apropiado (κατάλληλος)
Αντώνυμα: - indecente (ανήθικος) - inapropiado (ακατάλληλος) - deshonesto (άτιμος)