Ρήμα
/deseθpθionar/
Η λέξη "decepcionar" σημαίνει την πράξη της απογοήτευσης ή της πρόκλησης απογοήτευσης σε κάποιον. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι προσδοκίες κάποιου δεν πληρούνται, είτε λόγω μίας ενέργειας, είτε λόγω συμπεριφοράς κάποιου άλλου. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο, γραπτά και προφορικά, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.
Él decepcionó a todos con su decisión.
(Αυτός απογοήτευσε όλους με την απόφασή του.)
No quiero decepcionarte, pero no puedo ir a la fiesta.
(Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν μπορώ να πάω στο πάρτι.)
La película decepcionó a los críticos.
(Η ταινία απογοήτευσε τους κριτικούς.)
Η λέξη "decepcionar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
El proyecto decepcionó las expectativas del equipo.
(Το πρότζεκτ απογοήτευσε τις προσδοκίες της ομάδας.)
No decepcionar a alguien.
(Δεν απογοητεύω κάποιον.)
Siempre trato de no decepcionar a mis amigos.
(Πάντα προσπαθώ να μην απογοητεύω τους φίλους μου.)
Decepcionar a la audiencia.
(Απογοητεύω το κοινό.)
El cantante decepcionó a la audiencia durante el concierto.
(Ο τραγουδιστής απογοήτευσε το κοινό κατά τη διάρκεια της συναυλίας.)
Decepción total.
(Συνολική απογοήτευση.)
Η λέξη "decepcionar" προέρχεται από το λατινικό "deceptio", που σημαίνει "απάτη" ή "παραπλάνηση". Αποτελείται από το πρόθεμα "de-" που δηλώνει απομάκρυνση ή κατάργηση και τη ρίζα "ceptio", που προέρχεται από το "capere" (να πιάνω, να καταλαμβάνω).
Συνώνυμα: - desilusionar (απογοητεύω) - defraudar (προδίδω) - frustrar (αποτυγχάνω)
Αντώνυμα: - satisfacer (ικανοποιώ) - cumplir (εκπληρώνω) - contentar (ευχαριστώ)