decepcionar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

decepcionar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/deseθpθionar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "decepcionar" σημαίνει την πράξη της απογοήτευσης ή της πρόκλησης απογοήτευσης σε κάποιον. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι προσδοκίες κάποιου δεν πληρούνται, είτε λόγω μίας ενέργειας, είτε λόγω συμπεριφοράς κάποιου άλλου. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο, γραπτά και προφορικά, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él decepcionó a todos con su decisión.
    (Αυτός απογοήτευσε όλους με την απόφασή του.)

  2. No quiero decepcionarte, pero no puedo ir a la fiesta.
    (Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν μπορώ να πάω στο πάρτι.)

  3. La película decepcionó a los críticos.
    (Η ταινία απογοήτευσε τους κριτικούς.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "decepcionar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:

  1. Decepcionar las expectativas.
    (Απογοητεύω τις προσδοκίες.)
  2. El proyecto decepcionó las expectativas del equipo.
    (Το πρότζεκτ απογοήτευσε τις προσδοκίες της ομάδας.)

  3. No decepcionar a alguien.
    (Δεν απογοητεύω κάποιον.)

  4. Siempre trato de no decepcionar a mis amigos.
    (Πάντα προσπαθώ να μην απογοητεύω τους φίλους μου.)

  5. Decepcionar a la audiencia.
    (Απογοητεύω το κοινό.)

  6. El cantante decepcionó a la audiencia durante el concierto.
    (Ο τραγουδιστής απογοήτευσε το κοινό κατά τη διάρκεια της συναυλίας.)

  7. Decepción total.
    (Συνολική απογοήτευση.)

  8. La crítica fue de decepción total por la actuación del actor.
    (Η κριτική ήταν συνολική απογοήτευση λόγω της ερμηνείας του ηθοποιού.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "decepcionar" προέρχεται από το λατινικό "deceptio", που σημαίνει "απάτη" ή "παραπλάνηση". Αποτελείται από το πρόθεμα "de-" που δηλώνει απομάκρυνση ή κατάργηση και τη ρίζα "ceptio", που προέρχεται από το "capere" (να πιάνω, να καταλαμβάνω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desilusionar (απογοητεύω) - defraudar (προδίδω) - frustrar (αποτυγχάνω)

Αντώνυμα: - satisfacer (ικανοποιώ) - cumplir (εκπληρώνω) - contentar (ευχαριστώ)



22-07-2024