decidir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

decidir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "decidir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /deθiˈðiɾ/ (στην Ισπανία) ή /desiˈðiɾ/ (στη Λατινική Αμερική).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Το "decidir" σημαίνει "να αποφασίσω" ή "να καθορίσω" κάτι. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος χρειάζεται να λάβει μια απόφαση ή να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορες επιλογές. Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα και απαντάται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. Es hora de decidir qué haremos este fin de semana.
  2. Είναι ώρα να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε αυτό το Σαββατοκύριακο.

  3. Debes decidir entre estudiar o salir con amigos.

  4. Πρέπει να αποφασίσεις αν θα διαβάσεις ή θα βγεις με φίλους.

  5. Después de mucho pensar, decidimos mudarnos a otra ciudad.

  6. Μετά από πολύ σκέψη, αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε άλλη πόλη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "decidir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας:

  1. Decidirse a algo
  2. Σημαίνει "να αποκτήσουμε τη βούληση να κάνουμε κάτι".
  3. Finalmente se decidió a estudiar medicina.
  4. Τελικά αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική.

  5. Decidir entre dos males

  6. Σημαίνει "να αποφασίσουμε μεταξύ δύο κακών επιλογών".
  7. A veces, hay que decidir entre dos males menores.
  8. Μερικές φορές, πρέπει να αποφασίσουμε μεταξύ δύο μικρότερων κακών.

  9. Decidir por sí mismo

  10. Σημαίνει "να αποφασίσει κανείς μόνος του".
  11. Es importante que cada uno decida por sí mismo su futuro.
  12. Είναι σημαντικό ο καθένας να αποφασίζει μόνος του για το μέλλον του.

  13. Decidir el rumbo

  14. Σημαίνει "να καθορίσουμε την κατεύθυνση".
  15. Hay que decidir el rumbo de nuestra estrategia en el próximo proyecto.
  16. Πρέπει να καθορίσουμε την κατεύθυνση της στρατηγικής μας στο επόμενο έργο.

Ετυμολογία

Το ρήμα "decidir" προέρχεται από το λατινικό "decidere", το οποίο είναι σύνθετο από "de-" (κατά) και "caedere" (να κόβω, να απορρίπτω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - resolver (λύω) - optar (επιλέγω)

Αντώνυμα: - dudar (διστάζω) - vacilar (τρενάρω, είμαι αναποφάσιστος)



22-07-2024