Το "decidir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /deθiˈðiɾ/ (στην Ισπανία) ή /desiˈðiɾ/ (στη Λατινική Αμερική).
Το "decidir" σημαίνει "να αποφασίσω" ή "να καθορίσω" κάτι. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος χρειάζεται να λάβει μια απόφαση ή να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορες επιλογές. Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα και απαντάται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Είναι ώρα να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε αυτό το Σαββατοκύριακο.
Debes decidir entre estudiar o salir con amigos.
Πρέπει να αποφασίσεις αν θα διαβάσεις ή θα βγεις με φίλους.
Después de mucho pensar, decidimos mudarnos a otra ciudad.
Το "decidir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας:
Τελικά αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική.
Decidir entre dos males
Μερικές φορές, πρέπει να αποφασίσουμε μεταξύ δύο μικρότερων κακών.
Decidir por sí mismo
Είναι σημαντικό ο καθένας να αποφασίζει μόνος του για το μέλλον του.
Decidir el rumbo
Το ρήμα "decidir" προέρχεται από το λατινικό "decidere", το οποίο είναι σύνθετο από "de-" (κατά) και "caedere" (να κόβω, να απορρίπτω).
Συνώνυμα: - resolver (λύω) - optar (επιλέγω)
Αντώνυμα: - dudar (διστάζω) - vacilar (τρενάρω, είμαι αναποφάσιστος)