decidirse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

decidirse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "decidirse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ðeθiˈðiɾse/ (στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες) ή /desiˈðirse/ (σε κάποιες περιοχές της Λατινικής Αμερικής).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "decidirse" σημαίνει να πάρεις μια απόφαση ή να επιλέξεις ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση του μπορεί να είναι πιο συχνή σε καθημερινές συζητήσεις για θέματα άμεσου ενδιαφέροντος.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante decidirse antes de la fecha límite.
  2. Είναι σημαντικό να αποφασίσεις πριν από την προθεσμία.

  3. Ella no sabe si decidirse por el rojo o el azul.

  4. Δεν ξέρει αν να διαλέξει το κόκκινο ή το μπλε.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "decidirse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Μερικά παραδείγματα:

  1. Decidirse a dar el paso.
  2. Να αποφασίσεις να κάνεις το βήμα.

  3. No se decide nunca.

  4. Δεν αποφασίζει ποτέ.

  5. Me quiero decidir por lo que realmente quiero.

  6. Θέλω να αποφασίσω για αυτό που πραγματικά θέλω.

  7. Decidirse entre el trabajo y la familia es difícil.

  8. Να αποφασίσεις ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια είναι δύσκολο.

  9. Al final, se decidió por una carrera en medicina.

  10. Τελικά, αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "decidere", που σημαίνει "να κόψεις (να αποφασίσεις)". Το "decidirse" συνδυάζει το ρήμα "decidir" με την προσφυγή "-se", υπογραμμίζοντας τη διαδικασία προσωπικής απόφασης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - optar - escoger

Αντώνυμα: - dudar (να αμφιβάλλεις) - indecisión (αδηφαγία)

Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης "decidirse" που περιλαμβάνει τις βιοτικές της πτυχές, τις παραδείγματα, τις ιδιωματικές εκφράσεις και άλλες σημαντικές πληροφορίες.



23-07-2024