Το "decidirse" είναι ρήμα.
/ðeθiˈðiɾse/ (στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες) ή /desiˈðirse/ (σε κάποιες περιοχές της Λατινικής Αμερικής).
Το "decidirse" σημαίνει να πάρεις μια απόφαση ή να επιλέξεις ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση του μπορεί να είναι πιο συχνή σε καθημερινές συζητήσεις για θέματα άμεσου ενδιαφέροντος.
Είναι σημαντικό να αποφασίσεις πριν από την προθεσμία.
Ella no sabe si decidirse por el rojo o el azul.
Η λέξη "decidirse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Μερικά παραδείγματα:
Να αποφασίσεις να κάνεις το βήμα.
No se decide nunca.
Δεν αποφασίζει ποτέ.
Me quiero decidir por lo que realmente quiero.
Θέλω να αποφασίσω για αυτό που πραγματικά θέλω.
Decidirse entre el trabajo y la familia es difícil.
Να αποφασίσεις ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια είναι δύσκολο.
Al final, se decidió por una carrera en medicina.
Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "decidere", που σημαίνει "να κόψεις (να αποφασίσεις)". Το "decidirse" συνδυάζει το ρήμα "decidir" με την προσφυγή "-se", υπογραμμίζοντας τη διαδικασία προσωπικής απόφασης.
Συνώνυμα: - optar - escoger
Αντώνυμα: - dudar (να αμφιβάλλεις) - indecisión (αδηφαγία)
Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης "decidirse" που περιλαμβάνει τις βιοτικές της πτυχές, τις παραδείγματα, τις ιδιωματικές εκφράσεις και άλλες σημαντικές πληροφορίες.