decir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

decir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λεκτική Πληροφορία

Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή στα ισπανικά με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /deˈθir/

Σημασίες, Συνήχηση και Χρήση:
Το ρήμα "decir" στα ισπανικά σημαίνει "λέω" ή "λέω κάτι". Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην ισπανική γλώσσα και κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στα γραπτά κείμενα. Παρόλο που μπορεί να ερμηνευθεί ως "to say" στα αγγλικά, χρησιμοποιείται γενικά με πολλούς τρόπους και συχνά συνοδεύεται από άλλα ρήματα ή λέξεις για να εκφράσει διάφορες έννοιες.

Χρήση σε όλους τους χρόνους ρήσης:
- Presente: digo, dices, dice, decimos, decís, dicen - Pretérito perfecto simple: dije, dijiste, dijo, dijimos, dijisteis, dijeron - Futuro: diré, dirás, dirá, diremos, diréis, dirán - Gerundio: diciendo

Παραδείγματα με τη λέξη "decir":
1. ¿Qué quieres decir con eso? (Τι θες να πεις μ' αυτό;) 2. Te lo digo sinceramente. (Στο λέω ειλικρινά.) 3. Ella dice que vendrá más tarde. (Λέει ότι θα έρθει αργότερα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το ρήμα "decir" είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. Decir que no: Να αρνούμαι
  2. Λέμε όχι σε αυτήν την πρόταση.

  3. Decir que sí: Να συμφωνώ

  4. Της είπε να πάει στο γάμο και αυτή είπε ναί.

  5. Decirse algo a sí mismo: Να σκέφτομαι ή να πω κάτι στον εαυτό μου

  6. Όταν έκλεισε την πόρτα, του είπε ότι θα πάει για ύπνο.

  7. Decir algo de labios para fuera: Να λέμε κάτι ανακριβές ή δεν το πιστεύουμε.

  8. Της είπε πως τον συγχωρεί, αλλά φαίνεται ότι το είπε από καθαρό ευγενισμό.

  9. Estar dicho y hecho: Να έχει υποστεί ενέργεια μετά την πρόταση της.

  10. Οφείλουμε να πάμε εκείνο το σαββατοκύριακο, είναι ήδη λεγμένο και γίνεται.

Ετυμολογία

Η λέξη "decir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "dicere", που σημαίνει "να λέω" ή "να εκφράζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: hablar (μιλώ), expresar (εκφράζω), comunicar (επικοινωνώ)
Αντώνυμα: callar (σιωπώ), silenciar (κάνω σιγή)