Το "declarar" είναι ρήμα.
/fde.klɑˈɾaɾ/
Το "declarar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει την πράξη να δηλώνεις κάτι επίσημα, να ανακοινώνεις ή να εκφράζεις μια γνώμη ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά πλαίσια, όπως η δήλωση ενός μάρτυρα ή η αναγγελία μιας απόφασης σε δικαστήριο. Είναι σχετικά συχνά, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Ο μάρτυρας αποφάσισε να δηλώσει στη δίκη.
La empresa tendrá que declarar sus ingresos el próximo trimestre.
Το "declarar" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η χώρα αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στον γείτονά της.
Declarar el amor
Το αγόρι συγκέντρωσε θάρρος για να δηλώσει τον έρωτά του.
Declarar la bancarrota
Η λέξη "declarar" προέρχεται από τα λατινικά "declarare", που σημαίνει "να φανερώσω, να ξεκαθαρίσω".
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση του ρήματος "declarar" στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και την πλούσια ετυμολογία και ιδιωματική χρήση του.