Το "declinar" είναι ρήμα.
/hde.kliˈnaɾ/
Το "declinar" σημαίνει να απορρίψεις ή να αρνηθείς κάτι, να αποκλίνεις από έναν καθορισμένο δρόμο ή να κλίνεις γραμματικά μια λέξη. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή γραμματικά συμφραζόμενα και μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικές έννοιες ανάλογα με το πλαίσιο. Έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στο γραπτό.
El abogado decidió declinar el caso por falta de pruebas.
(Ο δικηγόρος αποφάσισε να απορρίψει την υπόθεση λόγω έλλειψης αποδείξεων.)
Ella no quiere declinar la oferta de trabajo.
(Αυτή δεν θέλει να απορρίψει την προσφορά εργασίας.)
Al declinar la invitación, me sentí un poco mal.
(Όταν απορρίπτω την πρόσκληση, ένιωσα λίγο άσχημα.)
Declinar a la economía
(Απορρίπτω την οικονομία)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αρνείται να ακολουθήσει μια οικονομική στρατηγική.
Declinar la responsabilidad
(Απορρίπτω την ευθύνη)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει την ευθύνη για κάτι.
Declinar de la verdad
(Αποκλίνω από την αλήθεια)
Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος παραλείπει ή παραποιεί μια αλήθεια.
Declinar la oferta
(Απορρίπτω την προσφορά)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν δέχεται μια προσφορά που του γίνεται.
Το "declinar" προέρχεται από το λατινικό "declinare", που σημαίνει "κλίνω" ή "αποκλίνω".
Συνώνυμα: - rechazar (απορρίπτω) - negar (αρνούμαι)
Αντώνυμα: - aceptar (δέχομαι) - admitir (παίρνω)