Η λέξη "decorado" είναι ουσιαστικό (σε γένος αρσενικό) και επίσης μπορεί να χρησιμοποιείται ως επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "decorado" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /dekoˈɾaðo/.
Η λέξη "decorado" αναφέρεται σε κάτι που έχει διακοσμηθεί ή έχει κοσμητική αξία. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως σε τέχνες, μόδα ή εσωτερική διακόσμηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
El salón está decorado con flores y luces.
Το σαλόνι είναι διακοσμημένο με λουλούδια και φώτα.
Me gusta el cuadro decorado que compraste.
Μου αρέσει ο διακοσμημένος πίνακας που αγόρασες.
Η λέξη "decorado" συχνά χρησιμοποιείται σε θεματικές ιδιωματικές εκφράσεις.
Un pastel decorado para la fiesta.
Ένα διακοσμημένο κέικ για το πάρτι.
El árbol decorado luce hermoso en Navidad.
Το διακοσμημένο δέντρο φαίνεται όμορφο τα Χριστούγεννα.
Tienen una casa decorada con buen gusto.
Έχουν ένα διακοσμημένο σπίτι με καλή γεύση.
La habitación está decorada a la moda del siglo XXI.
Το δωμάτιο είναι διακοσμημένο με τη μόδα του 21ου αιώνα.
Hay un mural decorado en la esquina de la calle.
Υπάρχει ένα διακοσμημένο γκράφιτι στη γωνία του δρόμου.
Η λέξη "decorado" προέρχεται από το ρήμα "decorar", το οποίο σημαίνει "να διακοσμήσω". Η ρίζα του είναι λατινική, προερχόμενη από το "decorare", το οποίο σημαίνει "κερδίσω την ομορφιά".
Συνώνυμα: - adornado (στο ίδιο νόημα) - embellecido (όπως "βελτιωμένο" ή "ομορφωμένο")
Αντώνυμα: - desprovisto (χωρίς διακόσμηση) - austero (αυστηρός ή λιτός)