Το "decorar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: [dekoˈɾaɾ]
Το "decorar" σημαίνει την πράξη της διακόσμησης ή του στολισμού ενός χώρου ή ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται σε πολλές καταστάσεις, όπως η διακόσμηση σπιτιών, εκδηλώσεων ή ακόμη και προσώπων για εξειδικευμένες περιστάσεις.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο καταστάσεις, τον προφορικό και τον γραπτό λόγο.
Quiero decorar mi habitación con luces de colores.
Θέλω να διακοσμήσω το δωμάτιό μου με πολύχρωμα φώτα.
Ella decidió decorar el pastel para la fiesta de cumpleaños.
Αυτή αποφάσισε να στολίσει την τούρτα για το πάρτι γενεθλίων.
Estamos decorando la sala para la celebración de Navidad.
Διακοσμούμε το σαλόνι για την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων.
Η λέξη "decorar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Decorar la vida de alguien.
Να διακοσμήσουμε τη ζωή κάποιου.
(Αναφέρεται στην προσθήκη χαράς ή ομορφιάς στην καθημερινότητα κάποιου.)
A veces hay que decorar las palabras.
Κάποιες φορές πρέπει να στολίσουμε τα λόγια.
(Υπονοεί ότι ορισμένες καταστάσεις απαιτούν προσεκτική διατύπωση.)
No es necesario decorar la verdad.
Δεν είναι απαραίτητο να στολίσουμε την αλήθεια.
(Αναφέρεται στην ιδέα της αυθεντικότητας και της ειλικρίνειας.)
Decorar un discurso.
Να διακοσμήσουμε μια ομιλία.
(Έννοια που αναφέρεται στην προσθήκη στυλ ή εντυπωσιασμού σε μια ομιλία.)
Το "decorar" προέρχεται από το λατινικό "decorare," που σημαίνει "να κάνεις να είναι όμορφο."
Συνώνυμα: - adornar (στολίζω) - embellecer (ομορφαίνω)
Αντώνυμα: - desdecorar (αφαιρώ διακόσμηση) - despojar (γυμνώνω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "decorar" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.