Η λέξη "decoro" αναφέρεται στην έννοια του ευπρεπούς, της ταξινόμησης και της τήρησης των κανόνων, τόσο στην προσωπική συμπεριφορά όσο και στον χώρο ή το περιβάλλον. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, περιλαμβανομένων των νομικών και αρχιτεκτονικών συζητήσεων. Είναι συχνή στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις.
Η ευπρέπεια στην ένδυση είναι σημαντική για την προσωπική εικόνα.
En la arquitectura, el decoro de una edificación debe respetar su entorno.
Με ευπρέπεια και αξιοπρέπεια, αποδέχτηκε την ευθύνη.
El decoro en la mesa es fundamental en una cena formal.
Η ευπρέπεια στο τραπέζι είναι θεμελιώδης σε ένα επίσημο δείπνο.
Es importante mantener el decoro en las reuniones de trabajo.
Η λέξη "decoro" προέρχεται από το λατινικό "decorum", το οποίο σημαίνει "καλαισθησία", "ευπρέπεια" ή "αρχιτεκτονική".
Συνώνυμα: - decoro (ευπρέπεια) - elegancia (κομψότητα) - dignidad (αξιοπρέπεια)
Αντώνυμα: - indecoroso (ακατάλληλος) - vulgar (χαμηλό επίπεδο) - grosero (αγενής)