Ρήμα
/d.e.kɾe.θeɾ/
Η λέξη "decrecer" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία μείωσης ή υποχώρησης κάποιου ποσού, μεγέθους ή επιπέδου. Συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά πλαίσια, για να αναφερθεί στη μείωση του ΑΕΠ, των πωλήσεων ή άλλων οικονομικών δεικτών.
Συχνότητα χρήσης: Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αλλά είναι πιο διαδεδομένη σε οικονομικά ή επιστημονικά κείμενα.
Το οικονομικό κλίμα έχει αρχίσει να μειώνεται τους τελευταίους μήνες.
Es preocupante que las ventas de la empresa hayan decrecido este trimestre.
Είναι ανησυχητικό που οι πωλήσεις της εταιρείας έχουν μειωθεί αυτό το τρίμηνο.
Si el consumo sigue decreciendo, habrá consecuencias negativas.
Η λέξη "decrecer" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές εκφράσεις που σχετίζονται με το οικονομικό ή κοινωνικό περιβάλλον.
Η κατανάλωση τείνει να μειώνεται σε περιόδους κρίσης.
Las inversiones decrecen cuando hay inestabilidad política.
Οι επενδύσεις μειώνονται όταν υπάρχει πολιτική αστάθεια.
No se espera que el turismo decrezca en esta temporada.
Η λέξη "decrecer" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" που δηλώνει απομάκρυνση ή μείωση και "crecer", που σημαίνει "να μεγαλώνει" ή "να αυξάνεται". Έτσι, η έννοια του όρου είναι η αντίθεση της αύξησης.
Συνώνυμα: - Mermar - Disminuir - Reducir
Αντώνυμα: - Crecer - Aumentar - Incrementar