Το "decretar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "decretar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /de.kɾeˈtaɾ/
Η λέξη "decretar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στη διαδικασία έκδοσης μιας διάταξης ή ενός νόμου από κάποιον αρμόδιο (όπως μια κυβέρνηση ή μια επιτροπή). Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και σε διάφορους τομείς, όπου η νομιμότητα και η ρύθμιση είναι σημαντικές. Συχνά προτιμάται σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά και διοικητικά κείμενα.
El gobierno decidió decretar un estado de emergencia debido a la crisis.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να διατάξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της κρίσης.)
Es necesario decretar nuevas leyes para proteger el medio ambiente.
(Είναι απαραίτητο να εκδώσουμε νέους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.)
Το "decretar" συνδέεται με ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που αναδεικνύουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ή την αναγνώριση εντολών:
Decretar un cambio
(Διατάσσω μια αλλαγή)
El líder decidió decretar un cambio en la estrategia del equipo.
(Ο ηγέτης αποφάσισε να διατάξει μία αλλαγή στη στρατηγική της ομάδας.)
Decretar silencio
(Διατάσσω σιωπή)
El juez decretó silencio en la sala durante el juicio.
(Ο δικαστής διέταξε σιωπή στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της δίκης.)
Decretar la suspensión
(Διατάσσω την αναστολή)
El director decretó la suspensión de las clases por mal tiempo.
(Ο διευθυντής διέταξε την αναστολή των μαθημάτων λόγω κακών καιρικών συνθηκών.)
Η λέξη "decretar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "decretare", που σημαίνει "να αποφασίσει" ή "να διατάξει". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια μιας συγκεκριμένης και νόμιμης απόφασης ή διάταξης.
Συνώνυμα - ordenar - dictar - establecer
Αντώνυμα - revocar - anular - deshacer