Η λέξη "decreto" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "decreto" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /deˈkɾe.to/
Η λέξη "decreto" αναφέρεται σε μια επίσημη πράξη ή απόφαση που εκδίδεται από μια αρχή, όπως η κυβέρνηση ή η δικαστική εξουσία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά κείμενα και δημόσιες ανακοινώσεις.
Η κυβέρνηση εξέδωσε ένα διάταγμα για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση.
El decreto fue aprobado por el parlamento la semana pasada.
Η λέξη "decreto" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες που περιλαμβάνουν διατάγματα ή αποφάσεις.
Το νόμο διάταγμα που εγκρίθηκε πέρυσι έχει δημιουργήσει πολλές αντιπαραθέσεις.
A veces, la rapidez de un decreto puede causar confusión en la población.
Η λέξη "decreto" προέρχεται από το λατινικό "decretum", το οποίο σημαίνει "απόφαση" ή "διάταγμα". Συνδέεται με το ρήμα "decernere", που σημαίνει "να αποφασίσω" ή "να κρίνω".
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της λέξης "decreto" στην Ισπανική γλώσσα.