Το "dedicar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /de.ðiˈkaɾ/
Το "dedicar" σημαίνει την πράξη της αφοσίωσης ή της αφιέρωσης ενός χρόνου, κόπου ή πόρων σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει μια αφοσίωση σε έναν σκοπό ή σε κάποιον αγαπημένο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά δεν είναι σπάνια και σε γραπτά κείμενα, γεγονός που δείχνει τη συχνότητά της.
Αποφάσισα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στις σπουδές μου.
Ella dedicó su libro a su madre.
Αυτή αφιέρωσε το βιβλίο της στη μητέρα της.
Necesitamos dedicar esfuerzo para alcanzar nuestros objetivos.
Το "dedicar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Αποφάσισα να αφιερώσω τη ζωή μου στο να βοηθάω τους άλλους.
Dedicar tiempo a algo
Είναι πάντα καλό να αφιερώνεις χρόνο στην οικογένεια.
Dedicar(se) a algo
Αφοσιώνομαι στη διδασκαλία εδώ και χρόνια.
Dedicar palabras a alguien
Η λέξη "dedicar" προέρχεται από το Λατινικό "dedicare", που σημαίνει "να αφιερώσω" ή "να εξαγνίσω".
Συνώνυμα:
- Afeccionar
- Consagrar
- Asignar
Αντώνυμα:
- Desatender
- Abandonar
- Ignorar