"dedo" είναι ουσιαστικό.
/ˈðe.ðo/
Η λέξη "dedo" στα Ισπανικά σημαίνει "δάχτυλο". Αναφέρεται σε οποιοδήποτε από τα πέντε στήριγμένα μέλη του χεριού. Η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως και είναι καθημερινά αναγνωρίσιμη. Έχει συχνή χρήση και είναι περισσότερο κοινή στον προφορικό λόγο παρά στον γραπτό.
Η λέξη "dedo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
No deberías sacar el dedo en la reunión, es poco profesional.
(Δεν θα έπρεπε να δείξεις κάποιον στη συνάντηση, είναι λίγο ανεπάγγελμα.)
Dedo de Dios
(Δάχτυλο του Θεού) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που θεωρείται θεϊκή παρέμβαση.
Para ellos, ganar el partido fue un dedo de Dios.
(Για αυτούς, η νίκη στο παιχνίδι ήταν ένα δάχτυλο του Θεού.)
Poner el dedo en la llaga
(Βάζω το δάχτυλο στο τραύμα) - Αναφέρεται στο να επισημαίνεις ένα ευαίσθητο θέμα.
No hay que poner el dedo en la llaga durante la discusión.
(Δεν πρέπει να επισημάνουμε το ευαίσθητο θέμα κατά τη διάρκεια της συζήτησης.)
Meter el dedo en la llaga
(Βάζω το δάχτυλο στο τραύμα) - Εκφράζει την έννοια της πρόκλησης πόνου ή δυσφορίας σε κάποιον.
Η λέξη "dedo" προέρχεται από την λατινική λέξη "digitus", που σημαίνει "δάχτυλο" ή "ψηφίο".
Συνώνυμα: - dedo de la mano - digito (μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιο ιατρικό context)
Αντώνυμα: - δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη λέξη "dedo", καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σώμα μέρος. מ