deducir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deducir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "deducir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[dedʲuˈθiɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "deducir" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία του να αφαιρείς κάτι ή να εξάγεις ένα συμπέρασμα από δεδομένα ή παρατηρήσεις. Σπάνια χρησιμοποιείται σε ομιλία που συνδέεται με καθαρά οικονομικά ή νομικά πλαίσια.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. "El contable puede deducir los gastos de la empresa."
  2. "Ο λογιστής μπορεί να αφαιρέσει τα έξοδα της επιχείρησης."
  3. "Podemos deducir que es mejor esperar."
  4. "Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι καλύτερα να περιμένουμε."
  5. "Al analizar los datos, se puede deducir una tendencia."
  6. "Αναλύοντας τα δεδομένα, μπορείς να εξάγεις μια τάση."

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "deducir" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις:

  1. "Deducir de las circunstancias."
  2. "Να συμπεράνουμε από τις περιστάσεις."
  3. "Deduje que él no vendría."
  4. "Συμπεραίνω ότι αυτός δεν θα ερχόταν."
  5. "Dedujar los hechos."
  6. "Να εξαγάγεις τα γεγονότα."
  7. "Deduzco que ya lo sabes."
  8. "Συμπεραίνω ότι το ξέρεις ήδη."
  9. "Es difícil deducir la verdad."
  10. "Είναι δύσκολο να εξάγεις την αλήθεια."
  11. "Dedujeron que había un error."
  12. "Συμπέραναν ότι υπήρχε ένα λάθος."

Ετυμολογία

Η λέξη "deducir" προέρχεται από τα Λατινικά, συγκεκριμένα από τη λέξη "deducere", που σημαίνει "να αφαιρέσεις" ή "να οδηγήσεις σε".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "deducir" στην Ισπανική γλώσσα.



22-07-2024