Η λέξη "deducir" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία του να αφαιρείς κάτι ή να εξάγεις ένα συμπέρασμα από δεδομένα ή παρατηρήσεις. Σπάνια χρησιμοποιείται σε ομιλία που συνδέεται με καθαρά οικονομικά ή νομικά πλαίσια.
Συχνότητα Χρήσης: Είναι σχετικά συχνό στην καθημερινή γλώσσα και στα επιστημονικά κείμενα.
Προφορική ή Γραπτή Χρήση: Χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό σε γραπτές μορφές, όπως άρθρα και βιβλία, αλλά εμφανίζεται επίσης και σε προφορική ομιλία.
Παραδείγματα Προτάσεων
"El contable puede deducir los gastos de la empresa."
"Ο λογιστής μπορεί να αφαιρέσει τα έξοδα της επιχείρησης."
"Podemos deducir que es mejor esperar."
"Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι καλύτερα να περιμένουμε."
"Al analizar los datos, se puede deducir una tendencia."
"Αναλύοντας τα δεδομένα, μπορείς να εξάγεις μια τάση."
Ιδιωματικές Εκφράσεις
Το "deducir" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις:
"Deducir de las circunstancias."
"Να συμπεράνουμε από τις περιστάσεις."
"Deduje que él no vendría."
"Συμπεραίνω ότι αυτός δεν θα ερχόταν."
"Dedujar los hechos."
"Να εξαγάγεις τα γεγονότα."
"Deduzco que ya lo sabes."
"Συμπεραίνω ότι το ξέρεις ήδη."
"Es difícil deducir la verdad."
"Είναι δύσκολο να εξάγεις την αλήθεια."
"Dedujeron que había un error."
"Συμπέραναν ότι υπήρχε ένα λάθος."
Ετυμολογία
Η λέξη "deducir" προέρχεται από τα Λατινικά, συγκεκριμένα από τη λέξη "deducere", που σημαίνει "να αφαιρέσεις" ή "να οδηγήσεις σε".