Η λέξη defecto είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA) είναι: /deˈfek.to/
Η λέξη defecto αναφέρεται σε ένα ελάττωμα ή μια ανεπάρκεια σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, όπως η οικονομία, το δίκαιο και η ιατρική. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που δεν είναι τέλειο ή που δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτό το προϊόν έχει ένα ελάττωμα που χρειάζεται επισκευή.
El defecto en el sistema podría causar problemas graves.
Η λέξη defecto δεν έχει ιδιαίτερα γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες χρήσεις:
Αναφέρεται σε ελάττωμα που προέρχεται από την διαδικασία παραγωγής ενός προϊόντος.
No hay defecto que no tenga solución.
Μια φράση που υποδεικνύει ότι κάθε πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί.
Cada defecto tiene su virtud.
Η λέξη defecto προέρχεται από το λατινικό "defectus", που σημαίνει "έλλειψη" ή "αποτυχία". Η χρήση αυτής της λέξης ανάγεται σε νομικούς και τεχνικούς τομείς.
Συνώνυμα: - fallo (σφάλμα) - imperfección (ατέλεια) - mal (κακό)
Αντώνυμα: - perfección (τελειότητα) - arreglo (διόρθωση) - solucion (λύση)