Το "defender" είναι ρήμα.
/defenˈdeɾ/
Η λέξη "defender" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη της υπεράσπισης ή προστασίας κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται σε νομικά, στρατιωτικά, αλλά και γενικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό αλλά και προφορικό πλαίσιο.
El abogado defenderá a su cliente en el tribunal.
(Ο δικηγόρος θα υπερασπιστεί τον πελάτη του στο δικαστήριο.)
Es importante defender nuestros derechos humanos.
(Είναι σημαντικό να υπερασπιστούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα μας.)
Todos deberían defender a los más vulnerables en nuestra sociedad.
(Όλοι θα έπρεπε να προστατεύουν τους πιο ευάλωτους στην κοινωνία μας.)
Η λέξη "defender" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Defender lo indefendible.
(Να υπερασπιστείς το α defend αμυντικά.)
(Σημαίνει να υποστηρίζεις κάτι που είναι αναμφισβήτητο ή δίκαιο.)
No hay nada que defender.
(Δεν υπάρχει τίποτα να υπερασπιστώ.)
(Δηλώνει ότι δεν υπάρχει λόγος για αντίσταση ή υπεράσπιση.)
Defender la causa.
(Να υπερασπιστείς την υπόθεση.)
(Αναφέρεται στην υποστήριξη μιας ιδέας ή αιτίας.)
Es mi deber defender a los inocentes.
(Είναι το καθήκον μου να υπερασπιστώ τους αθώους.)
(Δηλώνει μια ηθική υποχρέωση για την προστασία των αθώων.)
Η λέξη "defender" προέρχεται από το λατινικό "defendere", που σημαίνει "εναντίον να φέρω". Στη διάρκεια των αιώνων, η λέξη εξελίχθηκε για να περιγράψει την πράξη της υπεράσπισης.
Συνώνυμα: - proteger (προστατεύω) - respaldar (υποστηρίζω)
Αντώνυμα: - atacar (επιτίθεμαι) - abandonar (παρατάω)