Η λέξη "defenderse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "defenderse" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [de.fenˈðeɾ.se].
Η λέξη "defenderse" σημαίνει "να υπερασπιστείς τον εαυτό σου" ή "να αμυνθείς". Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό του από μια επίθεση, κριτική ή δύσκολη κατάσταση. Είναι μια λέξη που εμφανίζεται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, με προτίμηση σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν αυτοάμυνα ή άμυνα χαρακτήρα.
Es importante defenderse en una discusión.
Είναι σημαντικό να υπερασπιστείς τον εαυτό σου σε μια συζήτηση.
Cada persona tiene derecho a defenderse.
Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
No pude defenderme ante las acusaciones.
Δεν μπόρεσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου απέναντι στις κατηγορίες.
Η λέξη "defenderse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Defenderse a capa y espada.
Να υπερασπιστείς τον εαυτό σου με κάθε μέσο.
(Προστατεύοντας τον εαυτό σου με σθένος).
Defenderse como un gato panameño.
Να υπερασπιστείς τον εαυτό σου με μεγάλη μαχητικότητα.
(Η αναφορά σε γάτες που είναι γνωστές για την επιβίωσή τους).
Uno debe aprender a defenderse en la vida.
Κάποιος πρέπει να μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό του στη ζωή.
Es necesario saber cómo defenderse de las críticas.
Είναι απαραίτητο να γνωρίζεις πώς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από τις κριτικές.
Η λέξη "defenderse" προέρχεται από το λατινικό "defendere", το οποίο σημαίνει "να προστατεύσω" ή "να υπερασπιστώ".