Η λέξη "defensor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "defensor" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /defenˈsoɾ/.
Η λέξη "defensor" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε ένα άτομο που υπερασπίζεται ή προστατεύει κάτι ή κάποιον, είτε νομικά είτε σε άλλους τομείς. Χρησιμοποιείται σε νομικό, στρατιωτικό ή γενικό περιβάλλον. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με συνηθέστερη παρουσία σε γραπτά κείμενα, αλλά επίσης και στον προφορικό λόγο.
El defensor del acusado presentó pruebas sólidas.
Ο υπερασπιστής του κατηγορούμενου παρουσίασε ισχυρές αποδείξεις.
En la audiencia, el defensor argumentó con gran habilidad.
Στην ακρόαση, ο υπερασπιστής επιχείρησε με μεγάλη επιδεξιότητα.
Η λέξη "defensor" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που εκφράζουν την ιδέα προστασίας ή υπεράσπισης.
Ser el defensor de una causa.
Να είσαι ο υπερασπιστής μιας υπόθεσης.
Actuar como defensor en un juicio.
Να λειτουργείς ως υπερασπιστής σε μια δίκη.
Tener un defensor fiel.
Να έχεις έναν πιστό υπερασπιστή.
Ser un defensor de los derechos humanos.
Να είσαι υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η λέξη "defensor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "defensor", που σημαίνει "αυτός που υπερασπίζεται" ή "προστάτης".
Συνώνυμα: - defensor legal (νομικός υπερασπιστής) - abogado (δικηγόρος) - protector (προστάτης)
Αντώνυμα: - acusador (κατήγορος) - atacante (επιτιθέμενος) - opresor (καταπιεστής)