Η λέξη "deferencia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /de.feˈɾen.θja/
Η λέξη "deferencia" αναφέρεται στη στάση ή στην πράξη της επίδειξης σεβασμού ή ευγένειας προς κάποιον άλλον. Χρησιμοποιείται συνήθως σε κοινωνικά ή επίσημα συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, είναι πιο κοινή σε γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που υπογραμμίζουν τη σημασία της ευγένειας.
Το έκανα από σεβασμό στη ηλικία του.
Siempre muestra deferencia hacia sus superiores.
Η λέξη "deferencia" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Να ενεργείς με σεβασμό.
Tener deferencia por alguien.
Να έχεις σεβασμό για κάποιον.
Mostrar deferencia en la conversación.
Να δείχνεις σεβασμό στη συζήτηση.
Es de buena deferencia.
Είμαι από καλή ευγένεια.
Dar deferencia a los mayores.
Να δείχνεις σεβασμό στους μεγαλύτερους.
La deferencia es una virtud importante.
Η λέξη "deferencia" προέρχεται από το λατινικό "deferentia", που σημαίνει την πράξη του φέρνω κάτω ή μεταφέρω, με την έννοια της μεταφοράς σεβασμού ή υποταγής.
σεβασμός
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "deferencia" καθώς και του πλαισίου στο οποίο χρησιμοποιείται.