Ο όρος "deficiencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/defiˈθjenθja/
Η λέξη "deficiencia" αναφέρεται σε κατάσταση όπου κάτι είναι ανεπαρκές ή λείπει. Χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως στην ιατρική (αναφορικά με ελλείψεις βιταμινών ή θρεπτικών συστατικών), στην οικονομία (αναφέρθηκε σε ανεπάρκειες πόρων), αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις.
"Η ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να προκαλέσει αναιμία."
"La administración está trabajando para reducir la deficiencia de servicios básicos."
"Η διοίκηση εργάζεται για να μειώσει την έλλειψη βασικών υπηρεσιών."
"En el diagnóstico, se encontró una deficiencia en la función renal."
Η λέξη "deficiencia" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις που αντικατοπτρίζουν την ανεπάρκεια ή κάποια αδυναμία.
"Δεν είναι τόσο σοβαρό, είναι απλώς μια ανεπάρκεια."
"La deficiencia en la comunicación puede llevar a malentendidos."
"Η έλλειψη επικοινωνίας μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις."
"Para resolver esta deficiencia, es necesario un plan de acción."
Η λέξη "deficiencia" προέρχεται από το λατινικό "deficientia", που σημαίνει "που λείπει" ή "ανεπαρκής".
escasez (έλλειψη)
Αντώνυμα: