Το "definir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "definir" είναι [de.fiˈnið].
Το ρήμα "definir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει τη διαδικασία του να δίνουμε μια σαφή και ακριβή περιγραφή ή τον ορισμό ενός πράγματος, έννοιας ή ιδέας. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση στους επιστημονικούς και ακαδημαϊκούς τομείς.
Είναι σημαντικό να ορίσουμε τους όρους πριν ξεκινήσουμε τη συζήτηση.
Para entender mejor el concepto, debemos definirlo claramente.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια, πρέπει να την ορίσουμε σαφώς.
El enciclopedia ayuda a definir muchos conceptos complejos.
Στην Ισπανικά, η λέξη "definir" μπορεί να συμμετέχει σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Πρέπει να ορίσουμε την κατάσταση πριν πάρουμε μια απόφαση.
Definir un estilo:
Αυτή θέλει να ορίσει ένα προσωπικό στυλ στη ζωγραφική της.
Definir límites:
Η λέξη "definir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "definire", που σημαίνει "να ορίσω" ή "να περιορίσω".
Συνώνυμα: - determinar - caracterizar
Αντώνυμα: - confundir - desdibujar
Αυτές οι πληροφορίες σας δίνουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "definir" στην Ισπανικά, περιλαμβάνοντας τη χρήση της, παραδείγματα και περαιτέρω γλωσσικά στοιχεία.