definitivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

definitivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

«Definitivo» είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/defiˈnitiβo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη «definitivo» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ορισμένο, τελικό ή αναμφισβήτητο. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως τη νομική, την ιατρική και την καθημερινή γλώσσα. Διαθέτει συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι νομικές και ιατρικές παρενθέσεις τείνουν να χρησιμοποιούνται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Este contrato es el documento definitivo que establece nuestras obligaciones.
  2. Αυτό το συμβόλαιο είναι το οριστικό έγγραφο που καθορίζει τις υποχρεώσεις μας.

  3. La decisión del juez fue definitiva y no se podía apelar.

  4. Η απόφαση του δικαστή ήταν οριστική και δεν μπορούσε να προσβληθεί.

  5. El tratamiento tuvo resultados definitivos y el paciente se recuperó completamente.

  6. Η θεραπεία είχε οριστικά αποτελέσματα και ο ασθενής ανάρρωσε πλήρως.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη «definitivo» χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. Un paso definitivo - Ένα οριστικό βήμα.
  2. Hicimos un paso definitivo hacia nuestro objetivo.
  3. Κάναμε ένα οριστικό βήμα προς τον στόχο μας.

  4. La respuesta definitiva - Η τελική απάντηση.

  5. Necesitamos la respuesta definitiva antes de tomar una decisión.
  6. Χρειαζόμαστε την τελική απάντηση πριν πάρουμε μια απόφαση.

  7. Un acuerdo definitivo - Ένας οριστικός συμφωνία.

  8. Firmamos un acuerdo definitivo para ambas partes.
  9. Υπογράψαμε μια οριστική συμφωνία για τις δύο πλευρές.

  10. Juicio definitivo - Οριστική δίκη.

  11. El juicio definitivo se llevará a cabo el próximo mes.
  12. Η οριστική δίκη θα διεξαχθεί τον επόμενο μήνα.

  13. Una solución definitiva - Μια οριστική λύση.

  14. Buscamos una solución definitiva a este problema.
  15. Ψάχνουμε για μια οριστική λύση σε αυτό το πρόβλημα.

Ετυμολογία

Η λέξη «definitivo» προέρχεται από το λατινικό «definitivus», το οποίο σημαίνει «που καθορίζει» ή «οριστικός».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Resolutivo (λύσιμο) - Definitivo (οριστικός) - Conclusivo (καταληκτικός)

Αντώνυμα: - Indefinido (αόριστος) - Inconcluso (μη ολοκληρωμένος) - Provisional (προσωρινός)



22-07-2024