«Definitivo» είναι επίθετο.
/defiˈnitiβo/
Η λέξη «definitivo» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ορισμένο, τελικό ή αναμφισβήτητο. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως τη νομική, την ιατρική και την καθημερινή γλώσσα. Διαθέτει συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι νομικές και ιατρικές παρενθέσεις τείνουν να χρησιμοποιούνται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Αυτό το συμβόλαιο είναι το οριστικό έγγραφο που καθορίζει τις υποχρεώσεις μας.
La decisión del juez fue definitiva y no se podía apelar.
Η απόφαση του δικαστή ήταν οριστική και δεν μπορούσε να προσβληθεί.
El tratamiento tuvo resultados definitivos y el paciente se recuperó completamente.
Η λέξη «definitivo» χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Κάναμε ένα οριστικό βήμα προς τον στόχο μας.
La respuesta definitiva - Η τελική απάντηση.
Χρειαζόμαστε την τελική απάντηση πριν πάρουμε μια απόφαση.
Un acuerdo definitivo - Ένας οριστικός συμφωνία.
Υπογράψαμε μια οριστική συμφωνία για τις δύο πλευρές.
Juicio definitivo - Οριστική δίκη.
Η οριστική δίκη θα διεξαχθεί τον επόμενο μήνα.
Una solución definitiva - Μια οριστική λύση.
Η λέξη «definitivo» προέρχεται από το λατινικό «definitivus», το οποίο σημαίνει «που καθορίζει» ή «οριστικός».
Συνώνυμα: - Resolutivo (λύσιμο) - Definitivo (οριστικός) - Conclusivo (καταληκτικός)
Αντώνυμα: - Indefinido (αόριστος) - Inconcluso (μη ολοκληρωμένος) - Provisional (προσωρινός)