defraudar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

defraudar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "defraudar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/dɛfɾaʊ̯ˈðaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "defraudar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται στη δραστηριότητα της εξαπατήσεως ή της απογοήτευσης κάποιου, είτε μέσω απάτης (π.χ. οικονομικής) είτε μέσω μη εκπλήρωσης υποσχέσεων. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά κατά δόλιας πράξεις καθώς και σε καθημερινές καταστάσεις για την περιγραφή απογοήτευσης ή διάψευσης προσδοκιών.

Χρηστικότητα

Η λέξη "defraudar" χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, γραπτό και προφορικό, ωστόσο είναι πιο συχνά σε νομικά ή διοικητικά έγγραφα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los delincuentes intentaron defraudar a los inversores.
  2. Οι εγκληματίες προσπάθησαν να εξαπατήσουν τους επενδυτές.

  3. Ellos se sintieron defraudados por la falta de transparencia de la empresa.

  4. Αυτοί ένιωσαν απογοητευμένοι από την έλλειψη διαφάνειας της εταιρείας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "defraudar" εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την απογοήτευση και την εξαπάτηση. Ακολουθούν μερικές:

  1. No quiero defraudar tus expectativas.
  2. Δεν θέλω να απογοητεύσω τις προσδοκίες σου.

  3. Defraudar a alguien es un delito grave.

  4. Η εξαπάτηση κάποιου είναι σοβαρό έγκλημα.

  5. Si sigues así, solo vas a defraudar a tu familia.

  6. Αν συνεχίσεις έτσι, μόνο θα απογοητεύσεις την οικογένειά σου.

  7. El fraude fiscal puede defraudar al estado de recursos importantes.

  8. Η φορολογική απάτη μπορεί να παραπλανήσει το κράτος από σημαντικούς πόρους.

  9. Defraudar la confianza de alguien es muy perjudicial.

  10. Η εξαπάτηση της εμπιστοσύνης κάποιου είναι πολύ επιβλαβής.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά "defraudare", που σημαίνει "να στερήσω από την αποζημίωση" ή "να απάτησω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - engañar (να εξαπατώ) - decepciono (να απογοητεύω)

Αντώνυμα: - cumplir (να εκπληρώνω) - satisfacer (να ικανοποιώ)



22-07-2024