Το "degenerar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /de.xe.neˈɾaɾ/
Η λέξη "degenerar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να προκαλέσει ή να επιτρέψει τη διαδικασία εκφύλισης ή αποδυνάμωσης. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά πλαίσια για να αναφέρεται σε παθήσεις που προκαλούν εκφυλισμό των ιστών ή οργανισμών. Η χρήση της λέξης είναι πιθανή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που ποικίλει ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Οι μύες μπορούν να εκφυλιστούν αν δεν ασκούνται τακτικά.
La enfermedad hizo que las células comenzaran a degenerar.
Η λέξη "degenerar" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Η συζήτηση μπορεί να εκτραπεί σε καβγά αν δεν υπάρχει έλεγχος.
Las relaciones pueden degenerar si no se cultivan adecuadamente.
Οι σχέσεις μπορεί να εκφυλιστούν αν δεν καλλιεργούνται σωστά.
La situación puede degenerar rápidamente sin intervención.
Η λέξη "degenerar" προέρχεται από το λατινικό "degenerare", που σημαίνει "να απομακρυνθεί από την καταγωγή ή την αρχική κατάσταση".
Συνώνυμα: - descomponer (θενώσει) - deteriorar (καταστρέφω) - declinar (παρακμάζω)
Αντώνυμα: - regenerar (αναγεννώ) - mejorar (βελτιώνω) - fortalecer (ισχυρίζω)