degollado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

degollado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "degollado" προέρχεται από το ρήμα "degollar," το οποίο σημαίνει να αποκεφαλίζεις ή να κόβεις τον λαιμό. Χρησιμοποιείται συνήθως σε κείμενα ή συζήσεις που αφορούν ζώα, κυρίως σε αγροτικές ή σφαγιαστικές πρακτικές. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, κυρίως σε περιβαλλοντικά ή ζωολογικά κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο κυρίως σε φόντο σχετικό με την αξία της ζωής των ζώων ή τη σφαγή.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El ganado fue degollado para la festividad.
  2. Τα ζώα αποκεφαλίστηκαν για την εορτή.
  3. Los soldados encontraron a un hombre degollado en el pueblo.
  4. Οι στρατιώτες βρήκαν έναν αποκεφαλισμένο άντρα στο χωριό.
  5. En algunas culturas, es común ver rituales donde los animales son degollados.
  6. Σε ορισμένες κουλτούρες, είναι συνηθισμένο να βλέπουμε τελετές όπου τα ζώα αποκεφαλίζονται.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "degollado" δεν σχετίζεται παραδοσιακά με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις που σχετίζονται με αποφάσεις ή αποτελέσματα.

  1. Estar como un degollado.
  2. Να είσαι σαν αποκεφαλισμένος (χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε κατάσταση σοκ ή πλήρους διάλυσης).
  3. Sangrar como un degollado.
  4. Να αιμορραγείς σαν αποκεφαλισμένος (χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει πληγές ή κτυπήματα).
  5. No me dejes degollado.
  6. Μην με αφήσεις αποκεφαλισμένο (χρησιμοποιείται για να πει ότι κάποιος δεν πρέπει να σε προδώσει ή να σε αφήσει σε δύσκολη θέση).

Ετυμολογία

Η λέξη "degollado" προέρχεται από το ρήμα "degollar," το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "decollare," που σημαίνει "να αποκεφαλίζεις."

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024