degollar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

degollar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/de.ɡoˈlar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "degollar" αναφέρεται στην πράξη του να αποκεφαλίσει ή να κόψει το λαιμό κάποιου ή κάτι, συνήθως με βίαιο ή εγκληματικό τρόπο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά (όπως σε περιπτώσεις φόνου) και ναυτικά πλαίσια (αναφορικά με σφαγές ζώων για τροφή), αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει σοβαρές ή βίαιες ενέργειες σε διάφορες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή λογοτεχνία, ενώ στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά λόγω της βίαιης φύσης της.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El verdugo decidió degollar al prisionero.
    (Ο δήμιος αποφάσισε να αποκεφαλίσει τον φυλακισμένο.)

  2. En la antigüedad, a menudo se empleaba para degollar animales en rituales.
    (Στην αρχαιότητα, συχνά χρησιμοποιούνταν για να αποκεφαλίζουν ζώα σε τελετές.)

  3. El delito de degollar a alguien es severamente castigado por la ley.
    (Το έγκλημα του να αποκεφαλίσεις κάποιον τιμωρείται αυστηρά από τον νόμο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "degollar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει ακραία βία ή εκδίωξη:

  1. No lo pienses más, ¡es hora de degollar el problema!
    (Μην το σκέφτεσαι άλλο, ήρθε η ώρα να καταστρέψεις το πρόβλημα!)

  2. En la guerra, a veces es necesario degollar al enemigo.
    (Στον πόλεμο, μερικές φορές είναι απαραίτητο να αποκεφαλίσεις τον εχθρό.)

  3. Esa empresa está degenerando y necesita ser degollada para que todo mejore.
    (Αυτή η επιχείρηση αποδιοργανώνεται και πρέπει να "αποκεφαλιστεί" για να βελτιωθεί η κατάσταση.)

  4. Si no actúas pronto, tu reputación será degollada por los rumores.
    (Αν δεν δράσεις σύντομα, η φήμη σου θα αποκεφαλιστεί από τις φήμες.)

Ετυμολογία

Η λέξη "degollar" προέρχεται από τον όρο "gollar", που σημαίνει "κόβω" σε παλαιότερες ισπανικές γραφές, με το πρόθεμα "de-" που προσδίδει μία ένταση ή ολοκλήρωση στην πράξη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - decapitar - cortar - matar

Αντώνυμα: - salvar (να σώσω) - proteger (να προστατεύσω) - preservar (να διατηρήσω)



23-07-2024