Ρήμα
/de.ɡoˈlar/
Η λέξη "degollar" αναφέρεται στην πράξη του να αποκεφαλίσει ή να κόψει το λαιμό κάποιου ή κάτι, συνήθως με βίαιο ή εγκληματικό τρόπο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά (όπως σε περιπτώσεις φόνου) και ναυτικά πλαίσια (αναφορικά με σφαγές ζώων για τροφή), αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει σοβαρές ή βίαιες ενέργειες σε διάφορες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή λογοτεχνία, ενώ στον προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά λόγω της βίαιης φύσης της.
El verdugo decidió degollar al prisionero.
(Ο δήμιος αποφάσισε να αποκεφαλίσει τον φυλακισμένο.)
En la antigüedad, a menudo se empleaba para degollar animales en rituales.
(Στην αρχαιότητα, συχνά χρησιμοποιούνταν για να αποκεφαλίζουν ζώα σε τελετές.)
El delito de degollar a alguien es severamente castigado por la ley.
(Το έγκλημα του να αποκεφαλίσεις κάποιον τιμωρείται αυστηρά από τον νόμο.)
Η λέξη "degollar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει ακραία βία ή εκδίωξη:
No lo pienses más, ¡es hora de degollar el problema!
(Μην το σκέφτεσαι άλλο, ήρθε η ώρα να καταστρέψεις το πρόβλημα!)
En la guerra, a veces es necesario degollar al enemigo.
(Στον πόλεμο, μερικές φορές είναι απαραίτητο να αποκεφαλίσεις τον εχθρό.)
Esa empresa está degenerando y necesita ser degollada para que todo mejore.
(Αυτή η επιχείρηση αποδιοργανώνεται και πρέπει να "αποκεφαλιστεί" για να βελτιωθεί η κατάσταση.)
Si no actúas pronto, tu reputación será degollada por los rumores.
(Αν δεν δράσεις σύντομα, η φήμη σου θα αποκεφαλιστεί από τις φήμες.)
Η λέξη "degollar" προέρχεται από τον όρο "gollar", που σημαίνει "κόβω" σε παλαιότερες ισπανικές γραφές, με το πρόθεμα "de-" που προσδίδει μία ένταση ή ολοκλήρωση στην πράξη.
Συνώνυμα: - decapitar - cortar - matar
Αντώνυμα: - salvar (να σώσω) - proteger (να προστατεύσω) - preservar (να διατηρήσω)