Το "degradar" είναι ρήμα.
/d̪eɣɾaˈðaɾ/
Το ρήμα "degradar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να μειώνεται η ποιότητα, η αξία ή η κατάσταση κάτι. Μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους τομείς, όπως η κοινωνία (π.χ. υποβιβασμός μίας κοινωνικής ομάδας), η στρατιωτική κατεύθυνση (π.χ. αποδυνάμωση των στρατιωτικών δυνάμεων) και σε τομείς όπως η τέχνη και η ζωγραφική (π.χ. να υποβαθμίζεται ένα έργο τέχνης).
Η χρήση του είναι σχετικά συχνή. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να προτιμάται περισσότερο σε πιο επίσημες ή ακαδημαϊκές καταστάσεις.
Η ρύπανση μπορεί να υποβιβάσει την ποιότητα του νερού.
El escándalo degradó la imagen del político.
Η λέξη "degradar" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να τη συναντήσουμε σε παρακάτω φράσεις:
Υποβιβάζω κάποιον σε χαμηλότερη θέση.
No quiero degradar mi trabajo por culpa de otros.
Δεν θέλω να υποβαθμίσω τη δουλειά μου εξαιτίας άλλων.
La guerra puede degradar la moral de los soldados.
Η λέξη "degradar" προέρχεται από το λατινικό "degradare," που σημαίνει "κατεβάζω, υποβιβάζω." Το "de-" υποδηλώνει κατεύθυνση προς τα κάτω, και το "gradare" σημαίνει "βαδίζω ή προχωρώ."
Συνώνυμα: - deteriorar - menoscabar - desmejorar
Αντώνυμα: - elevar - mejorar - promover