"Dejado" είναι συμμετοχικό (participle) του ρήματος "dejar", το οποίο σε αυτή την περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
/deˈxa.ðo/
Η λέξη "dejado" αναφέρεται στην κατάσταση κάποιου ή κάτι που έχει εγκαταλειφθεί ή παραμεληθεί. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους, χώρους ή αντικείμενα που δεν έχουν πια φροντίδα ή χρήση. Στην καθημερινή γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο όταν αναφέρεται σε περιγραφές ή αναλύσεις.
El coche fue dejado en el estacionamiento.
Το αυτοκίνητο άφησε στο πάρκινγκ.
Yo me sentí dejado por mis amigos.
Ένιωσα εγκαταλειμμένος από τους φίλους μου.
El libro estaba dejado en la mesa.
Το βιβλίο ήταν αφημένο στο τραπέζι.
No quiero sentirme dejado atrás.
Δεν θέλω να νιώθω εγκαταλειμμένος πίσω.
El trabajo dejo a muchos dejados.
Η εργασία άφησε πολλούς παραμελημένους.
Se sintió dejado en la relación.
Ένιωσε εγκαταλελειμμένος στη σχέση.
Después de la mudanza, quedaron muchas cosas dejadas.
Μετά την μετακόμιση, έμειναν πολλές πράξεις αφημένες.
Siempre me deja con el corazón dejado.
Μά πάντα με αφήνει με την καρδιά εγκαταλειμμένη.
Η λέξη "dejado" προέρχεται από το ρήμα "dejar", που σημαίνει "αφήνω" ή "παρατώ". Η ρίζα της λέξης είναι λατινική (dejāre), η οποία διατήρησε τη βασική έννοια της εγκατάλειψης ή της απελευθέρωσης.