dejar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dejar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "dejar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [deˈxaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "dejar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει την πράξη του να αφήνεις κάτι πίσω, να το παρατάς ή να το εγκαταλείπεις. Είναι πολύ συχνό στους προφορικούς και γραπτούς λόγους, με χρήση σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, όπως σε καθημερινές συνομιλίες αλλά και σε νομικά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a dejar el trabajo hoy.
    Θα αφήσω τη δουλειά σήμερα.

  2. Ella decidió dejar a su pareja.
    Αυτή αποφάσισε να χωρίσει με τον σύντροφό της.

  3. No dejes tus cosas tiradas.
    Μην αφήνεις τα πράγματά σου πεταμένα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "dejar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:

  1. Dejar de lado
    Αφήνω στην άκρη.
  2. A veces es necesario dejar de lado los problemas.
    Μερικές φορές είναι απαραίτητο να αφήνουμε στην άκρη τα προβλήματα.

  3. Dejar hacer
    Αφήνω κάποιον να κάνει.

  4. Voy a dejar que él haga lo que quiera.
    Θα αφήσω αυτόν να κάνει ό,τι θέλει.

  5. Dejar el camino libre
    Αφήνω το δρόμο ελεύθερο.

  6. Dejemos el camino libre para los que vienen detrás.
    Αφήνουμε το δρόμο ελεύθερο για εκείνους που έρχονται πίσω.

  7. Dejar a alguien colgado
    Αφήνω κάποιον στα κρύα του λουτρού.

  8. No quiero dejar a mi amigo colgado.
    Δεν θέλω να αφήσω τον φίλο μου στα κρύα του λουτρού.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "dejar" προέρχεται από το λατινικό «dĕjacere», που σημαίνει "ρίχνω κάτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Abandonar (εγκαταλείπω)
- Renunciar (παραιτούμαι)

Αντώνυμα:
- Tomar (παίρνω)
- Retener (κρατώ)



22-07-2024