dejarse llevar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dejarse llevar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η έκφραση "dejarse llevar" λειτουργεί ως ρήμα φράσης.

Φωνητική μεταγραφή

/ðeˈxaɾ.se ʝeˈβaɾ/

Επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Σημασία και χρήση

Η φράση "dejarse llevar" σημαίνει να επιτρέψεις στον εαυτό σου να παρασυρθεί από μια κατάσταση ή από τα συναισθήματα σου, χωρίς να ασκείς έλεγχο ή αντίσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα από ανθρώπους που εκφράζουν την επιθυμία να αποδεχτούν ή να βιώσουν κάτι χωρίς περιορισμούς. Η φράση είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο, αν και υπάρχει και σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. No pienses tanto y déjate llevar.
    (Μη σκέφτεσαι τόσο και άφησε τον εαυτό σου να παρασυρθεί.)

  2. Durante las vacaciones, quiero dejarme llevar por la aventura.
    (Κατά τη διάρκεια των διακοπών, θέλω να παρασυρθώ από την περιπέτεια.)

  3. Es importante a veces dejarse llevar por los sentimientos.
    (Είναι σημαντικό μερικές φορές να παρασύρεσαι από τα συναισθήματα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "dejarse llevar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Dejarse llevar por la música.
    (Αφήνομαι να παρασυρθώ από τη μουσική.)

  2. A veces hay que dejarse llevar por las circunstancias.
    (Κάποτε πρέπει να παρασυρθείς από τις circunstancias.)

  3. Nunca subestimes el poder de dejarse llevar en una conversación.
    (Ποτέ μην υποτιμάς τη δύναμη του να παρασύρεσαι σε μια συνομιλία.)

  4. Es lindo dejarse llevar por la fantasía.
    (Είναι όμορφο να παρασύρεσαι από τη φαντασία.)

  5. En momentos de estrés, es bueno dejarse llevar por la risa.
    (Σε στιγμές άγχους, είναι καλό να παρασύρεσαι από την ευχαρίστηση.)

Ετυμολογία

Η φράση "dejarse llevar" προέρχεται από το λατινικό "derivare", που σημαίνει "να παρασύρεις". Το "dejar" σημαίνει "να αφήνεις", και το "llevar" σημαίνει "να φέρνεις" ή "να παίρνεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Rendir (να παραδώσει) - Aceptar (να αποδεχτεί)

Αντώνυμα:
- Controlar (να ελέγχει) - Resister (να αντιστέκεται)



22-07-2024