Η λέξη "delantal" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι [de.lanˈtal].
Η λέξη "delantal" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ποδιά".
Η λέξη "delantal" αναφέρεται σε ένα κομμάτι υφάσματος που φοριέται συνήθως μπροστά από το σώμα για να προστατεύσει τα ρούχα από λεκέδες και βρωμιά, είτε κατά το μαγείρεμα είτε σε άλλες δραστηριότητες. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που σχετίζονται με την κουζίνα, την επαγγελματική εργασία ή την τέχνη. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο σεφ φοράει μια λευκή ποδιά στην κουζίνα.
Ella compró un delantal nuevo para hacer pasteles.
Αυτή αγόρασε μια καινούργια ποδιά για να φτιάξει κέικ.
Es importante usar un delantal cuando pintas.
Στα ισπανικά, η λέξη "delantal" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνές. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
Με την ποδιά φορεμένη, νιώθω έτοιμη να μαγειρέψω.
Siempre se ensucia el delantal cuando intento hacer algo en la cocina.
Πάντοτε λερώνομαι την ποδιά όταν προσπαθώ να κάνω κάτι στην κουζίνα.
El delantal no es solo un accesorio, es una parte esencial de mi rutina.
Η ποδιά δεν είναι μόνο ένα αξεσουάρ, είναι ένα βασικό μέρος της ρουτίνας μου.
En la escuela de cocina, el delantal es un símbolo de dedicación.
Η λέξη "delantal" προέρχεται από το αραβικό "دَلَامَ" (dalām), που αναφέρεται σε πήλινα ή υφασμάτινα κομμάτια που φορούν πάνω τους οι άνθρωποι ως προστασία ή κάλυψη.
Συνώνυμα:
- Mandil (portugués, pero en contextos más específicos).
- Delantal de cocina (κουζίνας).
Αντώνυμα:
- Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, αλλά κατά κάποιον τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι ακατάστατος ή ενοχλητικός είναι αντίθετοι από τη σκοπιά της προστασίας που προσφέρει η ποδιά.